Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Μεγάλο Στοίχημα - Τελευταία Ευκαιρία!

Ένα κείμενο κυρίως για τον Γιώργο Παπανδρέου

Φίλες, φίλοι, απαντώ τώρα στα εκατοντάδες σχόλια σας, τα οποία έχω ομαδοποιήσει, για τα σφάλματα της ηγεσίας επί προεδρίας Παπανδρέου, τις νέες προκλήσεις που αυτός αντιμετωπίζει καθώς και για τον εύλογο σκεπτικισμό και τις αμφιβολίες πολλών από σας σχετικά με τις δυνατότητες και τις νέες ευκαιρίες που έχει μπροστά του. Θα το κάνω με το ίδιο ανεξάρτητο, κριτικό, ενωτικό και συντροφικό πνεύμα που έγραψα τα «στοιχειώδη μαθήματα πολιτικής» για την κίνηση Βενιζέλου. Όταν λέω «Γιώργος», ή «Βαγγέλης» και «Κώστας» αναφέρομαι βέβαια σ’ ένα μωσαϊκό καταστάσεων, απόψεων, προσώπων και πραγμάτων. Είναι, ίσως πουν πολλοί από σας, μια μάταιη απόπειρα να υπερβούμε την υστερία των ημερών και να ανακαλύψουμε ένα «αρχιμήδειο σημείο» για να δούμε τον εαυτό μας με τα μάτια ενός παρατηρητή «απ’ έξω».

Μπορεί να κερδίσει τον Καραμανλή ο Γιώργος Παπανδρέου;

Προεκλογικά έλεγα με νόημα ότι κανείς, πλην Ανδρέα, δεν κέρδισε εκλογές στο ΠΑΣΟΚ από θέση αντιπολίτευσης. Επεσήμανα τη δυσκολία σ’ ένα κόμμα που είχε κρατικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό να δώσει εκλογική μάχη δίχως το κράτος. Να γιατί είναι απόλυτη προτεραιότητα η επανίδρυση του ΠΑΣΟΚ για να αποκτήσει ξανά η κεντροαριστερά την πολιτική, ιδεολογική και ηθική ηγεμονία και να ανανεώσει την ικανότητα της να εκπροσωπεί ένα ευρύτερο φάσμα κοινωνικών δυνάμεων. Η γνώμη μου είναι ότι μ’ αυτή την προϋπόθεση, λογικά μπορούν και οι τρεις υποψήφιοι να κερδίσουν τον Καραμανλή αν πράγματι είμαστε ενωμένοι και αποφασισμένοι. Θεωρώ απαράδεκτο σ’ ένα εσωκομματικό αγώνα να στηρίζουν την καμπάνια τους και μάλιστα δημόσια, ορισμένοι φίλοι πάνω στο δόγμα «ο Γιώργος δεν κερδίζει». Ο Γιώργος είναι πολύ πιθανόν, το πιθανότερο, να είναι Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και έτσι αντικειμενικά κινδυνεύουμε να παγιωθεί de facto στην κοινωνία η άποψη ότι «δεν κερδίζει» το ΠΑΣΟΚ, οπότε η πρόβλεψή τους θα λειτουργήσει ως αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία. Ας ισχυριστούν καλύτερα ποιος υποψήφιος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να «κερδίσει», διαφορετικά ασύνειδα αυτoϋπονομεύουμε τις εκλογικές μας προοπτικές. Μοιάζουμε με το σύζυγο που για να εκδικηθεί την άπιστη σύζυγό του έκοψε το γεννητικό του όργανο. Υπάρχουν εύλογα όρια στον εσωκομματικό ανταγωνισμό που πρέπει να γίνουν αποδεκτά από όλους.

Μπορεί ο Γιώργος να κάνει το 2007 ότι δεν έκανε το 2004;

Είπα την επόμενη των εκλογών ότι η χαμένη στιγμή στην πολιτική δεν επανέρχεται ποτέ η ίδια. Τίποτα όμως δεν θα είναι το ίδιο μετά την 11η Νοεμβρίου, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε πιθανόν ο Γιώργος. Νέοι απρόβλεπτοι παράγοντες ήρθαν στην επιφάνεια. Ένας φίλος blogger, ο Τρύφων, ισχυρίζεται «ότι ο Βενιζέλος θα είναι ο πρώτος και ο τελευταίος που θα ηττηθεί από τον Παπανδρέου». Άλλοι όμως αντιτείνουν ορισμένες ηγετικές ικανότητες και τη δύναμη θέλησης που επέδειξε ο Γιώργος Παπανδρέου μετά την ήττα:

Πρώτο, παρά τις προγνώσεις των αναλυτών δεν παραιτήθηκε και αποφάσισε κόντρα στο ρεύμα να διεκδικήσει την ηγεσία με τις χειρότερες δυνατές προϋποθέσεις. Δεύτερο, έχει το κουράγιο να δώσει την άνιση μάχη με τα ισχυρά συμφέροντα, τα οποία πάνε να αποικίσουν την πολιτική ζωή. Τρίτο, έφερε στην επιφάνεια με ριζοσπαστικό τρόπο την «καθεστωτική μετάλλαξη» του ΠΑΣΟΚ και προσδιόρισε το πεδίο αντιπαράθεσης με τρόπο που ώθησε και τους άλλους υποψηφίους να ριζοσπαστικοποιήσουν την ατζέντα τους και να αποκηρύξουν τα εκφυλιστικά φαινόμενα του καθεστωτισμού. Τέταρτο, έδειξε αποφασιστικότητα, συσπείρωσε τον κεντρικό κορμό του ιστορικού ρεύματος του ΠΑΣΟΚ, γύρισε το παιχνίδι κι αν καταφέρει, όπως ισχυρίζονται πολλοί φίλοι bloggers, να κερδίσει ένα superstar όπως το Βενιζέλο, τότε βάσιμα το «φάγωμα» του Καραμανλή θα είναι απλό breakfast. Μπορεί όμως να υπάρξει μια τέτοια στιγμή αναγέννησης ενός πολιτικού προσώπου και μάλιστα μετά τα πενήντα; Μπορεί να έχει διάρκεια η αποφασιστικότητα και η συγκέντρωση του Προέδρου; Υπάρχει κίνδυνος να ξεχαστεί και να παρανοήσει ο Παπανδρέου το νόημα της εντολής που θα του δοθεί όπως δείχνουν μέχρι στιγμής τα πράγματα; Έχει συμβεί μερικές φορές ένα εντυπωσιακό comeback σε ηγέτες αλλά θα ήταν επιπόλαιο από μέρους μου να το εγγυηθώ. Εγγύηση είναι μόνο η διαρκής απαιτητικότητά σας έναντι όλων και η επαγρύπνισή σας για την ενότητα του κόμματος μέσα στην επανίδρυση και ανανέωσή του όχι την αμυντική περιχαράκωσή του. Μένει να αποδειχθεί και μετά την 11η Νοεμβρίου ότι ο Πρόεδρος και όλοι μας έχουμε τα ψυχικά και πολιτικά αποθέματα για να εκπληρώσουμε ένα καθήκον που το 2004 θα ήταν ανάβασις του «Υμηττού» και τώρα του «Ολύμπου».

Οι «χρυσές ευκαιρίες» στην πολιτική για έναν ηγέτη είναι το πολύ δύο , σπάνια τρεις, όσες και οι πιθανότητες αιφνιδίου πολιτικού θανάτου, όπως τα αναλύω με πολλά παραδείγματα στο «Ζητούνται Αλχημιστές». Υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα της πρώτης ή της δεύτερης ευκαιρίας. Ο Γιώργος έχει μια τελευταία ευκαιρία. Το ίδιο δεν θεωρώ ότι αν ο Βαγγέλης χάσει, χάνει τα πάντα. Αν διαχειριστεί δημιουργικά, ενωτικά και καθαρά μία ενδεχόμενη ήττα του, με κριτήριο την αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ, τότε οι «χρυσές ευκαιρίες» γι’ αυτόν είναι μπροστά του με διαφορετικούς όρους. Μη ξεχνάμε ότι είμαστε η χώρα του «θνήσκοντος» και «αναγεννώμενου» Διονύσου.

Ποια είναι τα θεμελιώδη σφάλματα της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ επί προεδρίας Γιώργου Παπανδρέου;

Είναι αρκετά αλλά η μητέρα όλων των λαθών έχει τίτλο: «συντήρηση του status quo».

Πρώτο, σχηματίστηκαν πολυπρόσωπα όργανα φλυαρίας, μία μικτή υπουργική όλων των εποχών, πασαρέλα για να βολευτούν όλοι, με αποτέλεσμα χαμηλό επίπεδο παραγωγής πολιτικής, ανύπαρκτο ρόλο συντονισμού και διεύθυνσης και μόνιμη πηγή παραπολιτικών διαρροών. Η ευθύνη τώρα για τα πολυπρόσωπα και επικαλυπτόμενα όργανα χρεώνεται αποκλειστικά στον Πρόεδρο από εκείνους που απαιτούσαν με όλα τα μέσα τη συμμετοχή τους. Ο Πρόεδρος δεν άσκησε τον αναγκαίο, αυστηρό αλλά δημιουργικό έλεγχό του μέσα από ειλικρινείς, πρόσωπο με πρόσωπο συνεργασίες. Πολλά στελέχη των οργάνων λειτουργούσαν ως βοηθοί του πολιτικού ρεπορτάζ σύμφωνα με τις κακές συνήθειες που διαμορφώθηκαν εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι από τη μία ο Πρόεδρος στο δικό του πεδίο έμεινε μόνος του να αυτοσχεδιάζει, οι δε υπεύθυνοι με πνεύμα βαρονίας διαμόρφωναν συχνά τους Τομείς της Κ.Ε. ως φέουδα ή προσωπικά εκλογικά Γραφεία Τύπου με τα κοινότοπα διαγγέλματα κάθε μέρα από το υπόγειο της Χαριλάου Τρικούπη. Γνωρίζω από πρώτο χέρι ακατάλληλες τοποθετήσεις σε θέσεις ευθύνης ή αυθαίρετες αντικαταστάσεις κατ’ απαίτηση κυρίως της βαρονίας. Ο λογαριασμός βέβαια σ’ όλα τα λάθη από την πολιτική και την τακτική μέχρι τη Νεολαία και τις δημοτικές εκλογές στέλνεται τώρα αποκλειστικά στον Παπανδρέου. Σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις στο ηγετικό κάδρο παρέμεναν κορεσμένα πρόσωπα που, καλώς ή κακώς, δημιουργούν απώθηση στην κοινή γνώμη. Η δικαιολογία; «Έχουν ισχυρό πέρασμα στα ΜΜΕ», είχε λεχθεί!!

Δεύτερο, ο Πρόεδρος, προφανώς για να αντισταθμίσει αυτό το μπαγιάτικο στην ηγεσία, έκανε ένα – δυο πρόχειρες αναδείξεις νέων προσώπων με αποτέλεσμα οι θιασώτες του status quo να τις μεγεθύνουν ως θανάσιμα αμαρτήματα, να τις πολλαπλασιάζουν μέσα από τα «φίλια» ΜΜΕ ώστε να επιβληθεί στο τέλος το κίνημα παλινόρθωσης των πάντων και τελικά το «Γιώργο μην αλλάξεις τίποτα». Ο Πρόεδρος πάντως πρέπει να οξύνει το αισθητήριό του στην επιλογή των προσώπων ώστε να μη δημιουργείται άδικα η εικόνα ότι κινείται μεταξύ εντυπωσιασμού και ανασφάλειας. Ανανέωση προσώπων δεν σημαίνει «λαγούς απ΄ το μανίκι». Για την ιστορία απλώς θέλω να υπενθυμίσω ότι την ιδέα της «αμφίπλευρης διεύρυνσης» την κληρονόμησε ο Παπανδρέου και από την προηγούμενη ηγετική διάταξη. Προσωπικά ζυμώθηκα και το 2000 για υποτιθέμενη διεύρυνση «Σουφλιά – Ανδρουλάκη», πράγμα που γράφτηκε συχνά στον φιλικό τύπο, και αγνοώ πόσο είχε προχωρήσει ή πόση βάση είχε. Ένιωθα θιγμένος και τότε ότι έπρεπε να βρεθώ στο ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ, παρότι το στήριξα σ’ όλες τις εκλογές μετά το ’90, υποχρεωτικά(!) ως αντίβαρο διεύρυνσης προς τα κεντροδεξιά. Εννοείται ότι αυτή η διεύρυνση δεν είναι γενικά λάθος αλλά υπάρχει πρόβλημα τακτικής στο πότε, πώς, σε ποια δόση και με ποιους.

Τρίτο, η θρησκεία του status quo έκανε απαγορευτική τη γόνιμη επεξεργασία της κυβερνητικής εμπειρίας ώστε να ξέρουμε «τι δούλεψε» και τι «δεν δούλεψε» και γιατί. Οι διαδικασίες μάθησης και μεταβίβασης της γνώσης έχουν διακοπεί εδώ και χρόνια στο κόμμα. Έτσι το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημά μας σε κυβερνητική πείρα δεν πραγματώθηκε και μερικά τουλάχιστον κατέληξε σε μειονέκτημα. Υπάρχουν πρόσωπα και θέματα ταμπού. Πολύ περισσότερο που διαπιστώνεται ένα παράδοξο στις πρόσφατες κυβερνήσεις μας. Επιτυγχάνουμε και συμβάλλουμε στην πρόοδο της Ελλάδας εκεί που θεωρητικά θα μπορούσε να πετύχει και μια φωτισμένη κεντροδεξιά κυβέρνηση (ΟΝΕ, μεγάλα δημόσια έργα, Ολυμπιακοί αγώνες, εκσυγχρονισμός τραπεζικού συστήματος κλπ.). Πρόκειται φυσικά για μια υπόθεση κι όχι για υπαρκτή δυνατότητα στη χώρα μας. Και αποτυγχάνουμε ή δεν πάνε καλά τα πράγματα εκεί που κυρίως κρίνεται η σοσιαλδημοκρατική πρόταση, εκεί που υπάρχει η διαχωριστική γραμμή δεξιάς – αριστεράς, εκεί που δοκιμάζεται η στρατηγική των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών (Παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση, εργασία των νέων, αδικίες μεταξύ γενεών και φύλων, χαμηλή απόδοση της δημόσιας δαπάνης σε τομείς κοινωνικής ευθύνης, διαφθορά, κρατικό – ολιγαρχικό σύμπλεγμα). Κανένα όμως ανανεωτικό σχέδιο στον χώρο της Αριστεράς δεν προχώρησε ποτέ δίχως έναν δημιουργικό αναθεωρητισμό.

Τέταρτο, ο πολιτικός μας λόγος δεν είχε προτεραιότητες, επικέντρωση και συνέχεια, συχνά τρεμόπαιζε όπως μια οθόνη που κάνει «νερά», εγκλωβίστηκε σ’ ένα φθοροποιό πινγκ – πονγκ με την κυβέρνηση – «επί των ημερών μας, επί των ημερών σας» που δημιούργησε την εντύπωση της εξομοίωσης των αντιπάλων - αφέθηκε σε ανώριμες συνταγματολογικές επινοήσεις μακριά από τις προτεραιότητες ενός λαϊκού σοσιαλιστικού κόμματος, άφηνε την κυβέρνηση να διαμορφώνει τη δική μας ατζέντα, κατέληξε σ’ ένα μονότονο καταγγελτικό λόγο δίχως θετικές πρωτοβουλίες και προτάσεις που θα μας συνέδεαν με πραγματικά κοινωνικά κινήματα και θα έδιναν συγκεκριμένη απάντηση σε συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες. Ο κίνδυνος να κολλήσουμε και τώρα στα ίδια και τα ίδια ή και χειρότερα είναι ορατός από τις πρώτες μέρες της νέας αντιπολίτευσης.

Πέμπτο, το status quo απέτρεψε όχι μόνο οποιαδήποτε δημιουργική διαδικασία επανίδρυσης του ΠΑΣΟΚ αλλά και μία έγκαιρη, καινοτόμα προγραμματική εργασία ανάλογη με αυτή των Νέων Εργατικών στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όπως είχαμε προτείνει. Και τι να το κάνουμε το Πρόγραμμα; Πρόγραμμά μας έπρεπε να είναι η επιβεβαίωση της επιτυχίας των υπουργών μας σ’ όλους τους τομείς! Αυτό ήταν το όριο. Κι όταν στο τέλος επιχειρήθηκε να διαμορφωθεί ένα ικανοποιητικό προγραμματικό πλαίσιο, οι όποιες καινοτομίες του κατά κανόνα δεν πέρασαν στο λόγο των υπουργών δίχως υπουργεία στο βαθμό που υπερέβαιναν την δική τους κυβερνητική εμπειρία. Η συγκεκριμενοποίησή του στις συντεταγμένες κυβερνητικού προγράμματος ποτέ δεν προχώρησε και έτσι το κόμμα παρακολουθούσε αμήχανο τις κούφιες προεκλογικές πρωτοβουλίες της ΝΔ. Στο νέο κλίμα θα δυσκολευτούμε πολύ περισσότερο να συγκεντρώσουμε τις αναγκαίες πνευματικές δυνάμεις και τους ταλαντούχους με υψηλή εξειδικευμένη γνώση για να δώσουμε νέα ώθηση στην προγραμματική εργασία.

Το μεγάλο στοίχημα του Προέδρου μετά τις 12 του Νοέμβρη

  • Ο «νικητής» στις 12 συναντά τους δύο άλλους υποψήφιους και αποφασίζουν από κοινού τη διάλυση όλων των μηχανισμών «νικητών» και «ηττημένων» και την ανασύνθεση της ενότητας του κόμματος πέρα από τις στοιχίσεις της προεκλογικής περιόδου. Ρητά και κατηγορηματικά δεν αναγνωρίζεται καμιά ανταπόδοση σε «πιστούς» πολεμιστές καμιάς πλευράς. Εδώ τα πράγματα δεν είναι εύκολα γιατί όταν σ’ ένα κόμμα υπάρχουν υπεράριθμοι αξιωματούχοι δίχως αντίστοιχα αξιώματα, φουντώνει η εγγενής ροπή προς τις φραξιονιστικές διαιρέσεις, τις βεντέτες ακόμα και τη διάσπαση για να πολλαπλασιαστούν οι ρόλοι, οι θέσεις, οι μηχανισμοί και τα τηλεοπτικά «παράθυρα». Πρώτος ο «νικητής» θα πρέπει να επαναφέρει αυστηρά στην «τάξη» τους υποτιθέμενους «δικούς» του.

  • Σ’ αυτή τη φάση η επισημοποίηση οργανωμένων ιδεολογικών τάσεων θα είναι το ψευδώνυμο για τη μεταμφίεση και περιχαράκωση των αντίπαλων εκλογικών μηχανισμών. Έτσι είναι άλλωστε πασιφανές ότι οι ιδεολογικές αποκλίσεις εντός των προεκλογικών συσπειρώσεων είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι μεταξύ των υποψηφίων Προέδρων στους οποίους αυτές αναφέρονται.

  • Η Προεδρεία γίνεται συντεταγμένος θεσμός του κόμματος, με διεύθυνση υψηλού επαγγελματικού επιπέδου και συμβούλους ικανούς, επώνυμους, δημόσια υπεύθυνους με καθορισμένο αριθμό και καταμερισμό έργου. Πρέπει να αποκλειστούν τα αμοιβαδικώς μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα όπου «κόσμος πάει και έρχεται» και επικρατεί ο ανταγωνισμός για το «αυτί» του Προέδρου, ο αποκλεισμός των ανεπιθύμητων και η ασύμμετρη ή επιλεκτική πληροφόρησή του. Η δυνατότητα να δημιουργηθεί «Λευκός Οίκος» του ΠΑΣΟΚ με υψηλή επάρκεια εξατμίστηκε και τώρα ο Πρόεδρος πρέπει να συνηθίσει να δουλεύει σε ημερήσια βάση μ’ ένα πραγματικό πολιτικό όργανο.

  • Το Πολιτικό Συμβούλιο γίνεται ένα ολιγομελές, ευέλικτο εργαζόμενο σώμα πολιτικού σχεδιασμού και διεύθυνσης με υψηλό ταλέντο και γνώση που δεν δεσμεύεται στη σύνθεσή του από επετηρίδες, βαρονίες, ιεραρχίες υπουργείων, διακρίσεις τιμητικού χαρακτήρα και προπαντός δεσμεύσεις και συμμαχίες από την «μάχη» για την Προεδρία. Μία πραγματική συλλογική ηγετική ομάδα αφοσιωμένη στο ανανεωτικό, ενωτικό και νικηφόρο σχέδιο της επανίδρυσης του ΠΑΣΟΚ. Εδώ βρίσκεται η δυσκολία σ’ ένα κόμμα και σε μία Κοινοβουλευτική Ομάδα με πολλούς υποψήφιους Πρωθυπουργούς (!), δεκάδες υπουργούς δίχως υπουργεία, μ’ ένα πολιτικό προσωπικό που είναι σε μεγάλο βαθμό κορεσμένο, με την όρεξή του για πραγματική μάχη διαρκείας μειωμένη, ανίσχυρο πια να κάνει ό,τι έκανε πριν τριάντα χρόνια. Ο «νικητής» Πρόεδρος πρέπει να δώσει το καλό παράδειγμα και να μη θεωρεί δεδομένη τη συμμετοχή συντρόφων που αντλούν το κύρος και το ρόλο τους κυρίως από τη «νομιμοφροσύνη» τους στο πρόσωπό του. Πρέπει όλοι όσοι έχουμε χορτάσει κομματικά και κρατικά αξιώματα να δώσουμε εθελοντικά περισσότερες ευκαιρίες σε πιο φρέσκιες δυνάμεις του κόμματος και να διευκολύνουμε την συγκρότηση του ολιγομελούς οργάνου που επικαλούμαστε. Υπάρχουν άλλοι τρόποι να εξασφαλιστεί η τιμητική θέση και η συνεχής προσφορά των ιστορικών στελεχών του κόμματος.

  • Στην παρούσα φάση η άμεση εκλογή του Πολιτικού Συμβουλίου από το συνέδριο που προβάλλεται ως η σωτήρια ιδέα θα προσθέσει ανελαστικότητα, θα γίνει πηγή δυαδικής εξουσίας και νέων κρίσεων, θα ενισχύσει τις φθίνουσες βαρονίες και θα κάνει αδύνατη την ανύπαρκτη σήμερα λογοδοσία του οργάνου. Άλλο θέμα είναι αν θα επιστρέψουμε ή όχι συνολικά σ’ ένα κλασσικό αλλά λειτουργικό σχήμα κομματικής δομής και θα κάνουμε πίσω από την άμεση επιλογή Προέδρου έντρομοι από την περιπέτεια που ζούμε. Δεν χρειάζονται τώρα σπασμωδικές αποφάσεις.

  • Η τυχόν επιλογή νέου Γραμματέα θα είναι ένα κρίσιμο τεστ. Αν επιχειρηθεί, ο νέος πρέπει να υπερέχει από τον προηγούμενο με τις αδιαμφισβήτητες αρετές του, μόνο στην ταχύτητα και στα guts για αυστηρό έλεγχο εφαρμογής των αποφάσεων χωρίς να σηκώνει ψηλά τα χέρια μπροστά στα βέτο και τα ταμπού της βαρονίας και βέβαια να διαθέτει το οργανωτικό ταλέντο που απαιτεί η ανασυγκρότηση των οργανώσεων του κόμματος.

No way back, Πρόεδρε! Δεν υπάρχει οδός επιστροφής!

Ο Γιώργος Παπανδρέου έριξε το σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες». Προφανώς είναι μία επίκληση – μεταφορά για την ανάγκη να ξαναβρούμε την αυθεντική λαϊκότητα του ΠΑΣΟΚ στις νέες συνθήκες. Αν «επιστρέψουμε» δεν θα βρούμε ούτε τις ρίζες, ούτε το έδαφος το οποίο σε μεγάλο βαθμό έχει μετακινηθεί. Ασφαλώς δεν είναι τα πάντα νέα στην κοινωνική και πολιτική ζωή και δεν πρέπει να πέφτουμε θύματα ενός ψυχαναγκαστικού μοντερνισμού, μίας κενόλογης δοξολογίας του νέου. Η νοσταλγία σ’ ένα βαθμό είναι χρήσιμη στην πολιτική, αντλείς δύναμη και έμπνευση από τις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος σου, αλλά μπορεί να σε αποκοιμίσει, να μη δεις ότι είναι αδύνατο να εκπροσωπήσεις με τον παλαιό τρόπο τους παλιούς «πελάτες» και πολύ περισσότερο τους δυνάμει νέους πελάτες, να κλείσεις τα μάτια στις μετατοπίσεις των συνόρων και τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις που συντελούνται ανάμεσα στις τάξεις, τα στρώματα, τις ομάδες, τις παλιές και νέες συλλογικότητες, τις ανερχόμενες δυνάμεις του προσωπικού και της ατομικότητας. Ούτε εμείς μπορούμε με τον παλιό τρόπο να τους εκπροσωπήσουμε, ούτε αυτοί θέλουν με τον ίδιο τρόπο. Αυτή είναι η κρίση κοινωνικής εκπροσώπησης μέσα στην οποία περιδινίζεται το ΠΑΣΟΚ. Και πρέπει μέσα σ’ αυτή την κρίση να ανακαλύψουμε του συνδετικούς αρμούς – συμφέροντος, οράματος, κοινωνικής προοπτικής, ιδεών, προγραμμάτων, βιωμάτων, συναισθημάτων – για να σύρουμε με τα «πρώτα βαγόνια», τα δυναμικά ανερχόμενα μεσαία στρώματα, τα «τελευταία βαγόνια», τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα που δυσκολεύονται στις νέες ταχύτητες τις εποχής. Για να αναδημιουργήσουμε μ’ ένα νέο τρόπο το κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ μιας νέας πλειοψηφικής κεντροαριστεράς.

Στροφή προς τ’ αριστερά;

Η συνθηματολογική έκκληση «στροφή προς τα αριστερά» δεν πρέπει να θυμίζει τις στιγμές πολιτικού βολονταρισμού της άλλοτε επαναστατικής αριστεράς. Μπορεί μ’ ένα συνδυασμό κινήσεων «στροφή αριστερά» και «επιστροφή στις ρίζες» να βρεθούμε στην χώρα του τίποτα και του πουθενά και να αφήσουμε ακάλυπτους χώρους για τους αντιπάλους μας προς τα κεντροδεξιά και τους ανταγωνιστές μας προς την παλιά αριστερά. Το «αριστερά» συχνά είναι το πλυντήριο και το άλλοθι μίας ενοχικής πολιτικής ελίτ και της προνομιούχας νομενκλατούρας της. Η νέα αριστερά με το άρωμα του 21ου αιώνα προς την οποία πρέπει να μετακινηθούμε δεν υπάρχει έτοιμη. Καλούμαστε να την αναδημιουργήσουμε.

Ο Γιώργος Παπανδρέου έκανε μία ευφυή κίνηση στον εσωκομματικό αγώνα για να πάρει τη νέα εντολή. Μπήκε από τα αριστερά με ριζοσπαστικό λόγο, αιφνιδίασε τους ανταγωνιστές, ξύπνησε τα αγωνιστικά αντανακλαστικά του κομματικού ακτιβισμού αλλά και του, υπνωτισμένου εδώ και χρόνια από τον κρατισμό, ιστορικού ρεύματος του ΠΑΣΟΚ. Η κίνησή του όμως για να πετύχει μία νέα νικηφόρα πλειοψηφία πρέπει όχι μόνο να αναδημιουργήσει τη δική μας Αριστερά αλλά και το δικό μας «Νέο Κέντρο», το δικό μας κεντρικό πεδίο για την ανασύνθεση μίας πλειοψηφικής κεντροαριστεράς με διαφορετικούς όρους από το ‘ 81 και το ’96. Η κίνηση Παπανδρέου πρέπει να ολοκληρωθεί σε δύο φάσεις, πριν και μετά την 11η Νοεμβρίου.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΤΗ ΝΕΑ ΗΓΕΣΙΑ

Νέος καπιταλισμός – Νέα Αριστερά

Βρίσκεται σε εξέλιξη μια βαθιά μετάλλαξη του καπιταλισμού σε Νέο Καπιταλισμό στον οποίο υπερέχουν η χρηματοοικονομική σφαίρα πάνω στην παραγωγική, ο διαχειριστής κεφαλαίων – παραδοσιακός ή εναλλακτικός (hedge funds, private equity) πάνω στον μάνατζερ παραγωγής, το παγκοσμοιοποιημένο έναντι του εθνικού, το βραχυπρόθεσμο στην κίνηση των κεφαλαίων πάνω στο μακροπρόθεσμο, η οικονομία καινοτομίας πάνω στην παραδοσιακή, ενώ αναδύονται νέοι ισχυροί πόλοι ανάπτυξης κυρίως στην Ασία και εξαπλώνονται με ταχύτητα τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα και οι νέες μέθοδοι διασποράς χρηματοπιστωτικών κινδύνων. Ο Νέος Καπιταλισμός μεταβάλλει το πεδίο της αριστεράς και τα προγραμματικά και κυβερνητικά εργαλεία της παρέμβασής της, φέρνει στην επιφάνεια νέες προκλήσεις, δημιουργεί νέες ευκαιρίες για την αναπτυξιακή εκμετάλλευση κεφαλαίων, πέρα από την εθνική αποταμίευση, που σχηματίστηκαν σε μακρινές περιοχές του πλανήτη, νέες δυνατότητες για επενδύσεις των ασφαλιστικών κεφαλαίων αλλά και των κρατικών funds (όπως το Εθνικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης των Γενεών που προτείνει το ΠΑΣΟΚ) αλλά και νέους κινδύνους, νέες απαιτήσεις διαφάνειας, ρύθμισης και καθορισμού των ορίων. Το πρόβλημα για την Αριστερά δεν είναι να περιχαρακώνεται αμυντικά, να φαντασιώνεται επιστροφή σε υπερπροστατευτικά τείχη αλλά να ενσωματώσει τα «κέρδη παγκοσμιοποίησης» και τα «κέρδη αποτελεσματικότητας» στη δυναμική της παραγωγής νέου κοινωνικού πλούτου, στη διάχυση των ωφελειών στην κοινωνία, την αποζημίωση των χαμένων, την διαρκή εκπαίδευση των εργαζομένων για την αύξηση των ικανοτήτων τους και τη χρηματοδότηση ενός ανανεωμένου κοινωνικού κράτους. Ο Νέος Καπιταλισμός επιβάλλει ένα νέο ιστορικό σχέδιο για την Αριστερά στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τον Κόσμο. Η άγνοια είναι ο χειρότερος σύμβουλος για το ΠΑΣΟΚ και την ευρύτερη αριστερά η οποία άλλωστε δεν κρύβει την αμηχανία της. Εκεί κυρίως οφείλονται μια σειρά λάθη της πολιτικής ηγεσίας μας και των ρυθμιστικών αρχών όπως στη διαχείριση της μέθης του Χρηματιστηρίου το ’99-2000. Εκεί οφείλεται η παράδοση του μοναδικού μη τραπεζικού θεσμού άντλησης κεφαλαίων, του ΕΧΑΕ, στις τράπεζες με πολύ χαμηλή τιμή οι οποίες λογικά έσπευσαν να μεταβιβάσουν το μερίδιό τους στις αγορές σε πολύ υψηλότερη τιμή διαψεύδοντας την «εμπιστοσύνη» του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησής μας. Εκεί και ο αδέξιος χειρισμός του θέματος της Εθνικής – Finnasbank όπου, παρά τις έντονες προειδοποιήσεις πολλών από μας, γλίστρησαν στελέχη μας σε μια άμετρη, καταστροφολογική πολύμηνη καμπάνια πέρα από τα εύλογα όρια της παρέμβασης ενός κόμματος στις αγορές , πέρα από τα κρίσιμα ερωτήματα που έπρεπε να θέσουμε για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας που αποτελεί δημόσιο αγαθό, τη διαχείριση των σχετικών κινδύνων και βέβαια τα συμφέροντα των μετόχων ειδικά των ασφαλιστικών ταμείων. Αν οι αγορές και το κοινό είχαν πάρει στα σοβαρά τις θέσεις μας αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην τιμή της μετοχής και θα στρέβλωνε τον ανταγωνισμό στον χρηματοπιστωτικό χώρο. Αυτά και άλλα όμως, λίγο-λίγο μειώνουν την αξιοπιστία του κόμματος ιδιαίτερα στα δυναμικά στρώματα της μεσαίας τάξης. Στο μέλλον πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι βολονταριστικές παρεμβάσεις στην αγορά δεν είναι ουδέτερες. Επίσης σ’ ένα συνδυασμό άγνοιας, πολιτικού τυχοδιωκτισμού και δόλου ορισμένων παραγόντων οφείλεται ο χειρισμός των «δομημένων ομολόγων» από την κυβέρνηση της ΝΔ.

Μετατόπιση ισορροπιών στο Ελληνικό μοντέλο Καπιταλισμού

Υπάρχουν πολλοί καπιταλισμοί. Στην Ελλάδα για μια σειρά ιστορικούς και διαρθρωτικούς λόγους αλλά και με ευθύνη των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας διαμορφώθηκε ένα ιδιόμορφο μίγμα κρατικού – ολιγαρχικού καπιταλισμού στηριγμένου σε προνομιακούς δεσμούς με την κρατική χρηματοδότηση, σε συνθήκες σχετικά μειωμένου ανταγωνισμού, ο οποίος περιορίζει ασφυκτικά το ζωτικό χώρο για ένα πιο ανταγωνιστικό, ανοιχτό καπιταλισμό στηριγμένο στην ανερχόμενη καινοτομική επιχειρηματικότητα ιδιαίτερα τη μικρή και μεσαία. Η κατανομή των πόρων στρεβλώθηκε με βάση τις προτεραιότητες του κρατικο-ολιγαρχικού συμπλέγματος με αποτέλεσμα την υποεπένδυση στο «ανθρώπινο κεφάλαιο», την υποχρηματοδότηση της Παιδείας, της έρευνας και της καινοτομίας και το μειωμένο ενδιαφέρον για την παραγωγικότητα της δημόσιας διοίκησης και τη μείωση της γραφειοκρατίας την οποία υπερβαίνουν με ευκολία ή διαφθείρουν οι ισχυρές ολιγαρχικές ομάδες ή αναγκάζονται να διαθέσουν ένα μικρό τμήμα της υπεραξίας για τη διατήρηση προσοδοθηρικών καταστάσεων, ελίτ και συμφερόντων μέσα κι έξω από το κράτος. Το μοντέλο αυτό, που βυθίζει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, καταφέρνει να επιβιώνει σε πείσμα των εξελίξεων, παρά το τυπικό άνοιγμα του ανταγωνισμού λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αναπροσαρμόζεται και να εκμεταλλεύεται προς όφελος των ολιγαρχικών ομάδων την κινητικότητα των κεφαλαίων και τη μεγάλη παγκόσμια ρευστότητα. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να υπερβεί σταδιακά παγιοποιημένες συμμαχίες, στις οποίες σ’ ένα βαθμό εμπλέκεται το πολιτικό σύστημα και τα ισχυρά ΜΜΕ, που συντηρούν αυτό το status quo στην οικονομία, να οικοδομήσει νέες κοινωνικές συμμαχίες ανάμεσα στα ανερχόμενα δυναμικά στρώματα και στον «πολυσθενή» κόσμο της εργασίας για να πετύχει σταδιακά τη μεταβολή των ισορροπιών στον ελληνικό καπιταλισμό, το σπάσιμο των κλειστών καταστάσεων, το άνοιγμα στον ανταγωνισμό και βέβαια τη θεμελίωση ενός Νέου Κοινωνικού Συμβολαίου. Διαφορετικά οι «ρήξεις» που αναφέρουμε θα είναι βερμπαλισμός άνευ ουσίας ή ακόμα χειρότερα ψευτοαριστερίστικος τυχοδιωκτισμός.

Μετασχηματισμός του δημόσιου τομέα και του κοινωνικού κράτους

Ο μετασχηματισμός του κράτους, η αύξηση της απόδοσης της δημόσιας δαπάνης, το πέρασμα σ’ ένα Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ με στάνταρντ ποιότητας, σύνδεση της χρηματοδότησης με τα τελικά αποτελέσματα, εισαγωγή του ανταγωνισμού και μιας sui generis «δημόσιας αγοράς» σε χώρους κοινωνικής ευθύνης, η νέα ισορροπία κέντρου – περιφέρειας και μια ριζική μεταβολή του κρατικού προϋπολογισμού είναι το στρατηγικό πεδίο για το νέο ΠΑΣΟΚ, για τη νέα Αριστερά. Εδώ το νέο ΠΑΣΟΚ για να ανταποκριθεί στην πρόκληση ενός τέτοιου μεγέθους μετασχηματισμού πρέπει να συγκεντρώσει ένα «ανθρώπινο κεφάλαιο» υψηλού επιπέδου, να οικοδομήσει τις αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες και να επεξεργαστεί μια έξυπνη στρατηγική και ταχτική των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών (βλέπε «Θηλυκό Πόκερ»). Η Δεξιά αντίθετα εγκαταλείπει τον δημόσιο τομέα, αφήνει το κοινωνικό κράτος σταδιακά να κάτσει σ’ ένα «δίχτυ ασφάλειας» τριτοκοσμικού χαρακτήρα, στο κατώτερο «εγγυημένο» επίπεδο πτωχοκομείου για τα πιο ανήμπορα παραπεταμένα στρώματα και τους μετανάστες. Ακατάλληλο και αδιάφορο όχι μόνο για τη μεσαία τάξη αλλά και για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου της εργασίας ο οποίος θα στρέφεται αναγκαστικά στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στα μαιευτήρια θα επεκταθεί σταδιακά σ’ όλη τη δημόσια υγεία και παιδεία και αργά ή γρήγορα στην κοινωνική ασφάλιση η οποία θα περιοριστεί σε μια «εγγυημένη» κατώτερη κρατική προνοιακή σύνταξη. Προοίμιο η «Εθνική Σύνταξη» Καραμανλή.

Το ΠΑΣΟΚ, η ευρύτερη Αριστερά και τα κινήματα αν συνεχίζουν να στηρίζουν το status quo, το «να μην αλλάξει τίποτα», την αντιμεταρρύθμιση, μοιραία θα είναι συνένοχοι σ’ αυτή την αργή βύθιση του δημόσιου τομέα και του κοινωνικού κράτους. Μην ξεχνά ποτέ το κόμμα μας ότι παρά την επανάσταση του ΕΣΥ, η οποία έμεινε στη μέση, έφτασε επί των ημερών του η ιδιωτική δαπάνη υγείας σε ασύλληπτα για ευρωπαϊκό κράτος επίπεδα, ασύμβατα με τον λαϊκό σοσιαλιστικό του χαρακτήρα.


Ένα έξυπνο σύστημα «κοινωνικής κληρονομιάς»

Νέα Αριστερά δεν σημαίνει κρατισμός, κατάπνιξη των αγορών και των νέων πηγών παραγωγής κοινωνικού πλούτου, αντικίνητρα στην γνώση, την εργασία, την ασφάλιση, φραγμούς εισόδου στην αυτοδημιούργητη επιχειρηματικότητα, ισοπέδωση των διαφορών στο εισόδημα που βασίζονται στην υψηλότερη ειδίκευση, την παραγωγικότερη εργασία, το ταλέντο και την ανάληψη ευλόγων κινδύνων. Αντίθετα σημαίνει ένα νέο ιστορικό σχέδιο αναδιανομής του εισοδήματος και των ευκαιριών που αυξάνει με μετρήσιμο τρόπο τις ευκαιρίες, τις δυνατότητες, τις επιλογές και τα τελικά αποτελέσματα γι’ αυτούς πρώτα που δεν έχουν στο ξεκίνημά τους και στους βασικούς σταθμούς του βίου τους το στήριγμα σε μια σημαντική οικογενειακή «κληρονομιά» και «προίκα». Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να επεξεργαστεί ένα ευφυές, ολικό, απλό και ευέλικτο σύστημα «κοινωνικής κληρονομιάς» που στηρίζει τα άτομα και τις ομάδες ιδιαίτερα στους βασικούς σταθμούς της ζωής τους (γέννηση, σχολείο, είσοδος στο Πανεπιστήμιο και την αγορά εργασίας, πέρασμα στη σύνταξη). Είναι, όχι το αόρατο, αλλά το φιλικό, βοηθητικό χέρι της κοινωνίας που στηρίζει το άτομο να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του στη ζωή, τις σπουδές, τη δια βίου εκπαίδευση, την εργασία, την ασφάλιση, την επιχειρηματική του πρωτοβουλία. Το ΠΑΣΟΚ στο νέο Προγραμματικό του πλαίσιο έκανε τα πρώτα βήματα. Μπορούμε να τα ολοκληρώσουμε.

* * *

«Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τα μέλη και τους φίλους του όποια επιλογή και να κάνουν στις 11 του Νοέμβρη.