Κάποιες παρατηρήσεις πάνω σε θέματα που απασχολούν την επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες:
Στα ελληνοτουρκικά:
Δεν λέμε ξεκάρφωτα «πάμε Χάγη». Αυτό θα είναι το καταληκτικό σημείο μιας νέας ενεργού πολιτικής, η οποία θα αξιοποιήσει όλες τις ευκαιρίες για να πετύχει ένα “Ελσίνκι 2”, να επαναφέρει δηλαδή την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στον οδικό χάρτη της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Χάγη δεν είναι επαρχιακό ειρηνοδικείο για να πούμε “έχουμε διαφορές – πάμε στο δικαστήριο”. Αυτό είναι νομικίστικη στρέβλωση. Δεν υπάρχει δρόμος για την Χάγη δίχως μια συμφωνία μακράς πνοής με την Τουρκία, η οποία το λιγότερο θα εξασφαλίζει το συνυποσχετικό. Στην περίπτωση αυτή πριν την ενδεχόμενη παραπομπή στη Χάγη είναι αυτονόητο ότι πρέπει να αυξήσουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια στις ανοιχτές θάλασσες και μέχρι ένα εύλογο μήκος στις κλειστές περιοχές ώστε να μην οδηγήσουμε σε εγκλωβισμό την γείτονα χώρα.
Ακόμα κι αν σε βάθος χρόνου ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση, η ένταξη της Τουρκίας πρέπει να περάσει από τις συμπληγάδες του δημοψηφίσματος στη Γαλλία. Η Ευρώπη δεν πρέπει να κλείσει την πόρτα στην Τουρκία, να την αφήσει με άδεια χέρια αλλά ούτε και να κάνει σκόντο στις υποχρεώσεις της.
Η Κύπρος νομίζω έκανε έναν ελιγμό για να υπενθυμίσει ότι κρατά το χαρτί του βέτο. Θα ήταν λάθος να το έριχνε τώρα ολομόναχη στο κεφάλαιο για την έρευνα. Κακώς δεν είχε ενημερωθεί η Ελλάδα για τις προθέσεις της Κυπριακής κυβέρνησης. Δεν παριστάνουμε τους κηδεμόνες της Κύπρου αλλά ο συντονισμός μας ειδικά σε αυτή τη μεταβατική φάση είναι πολύτιμος.
Για την εξαγορά της τουρκικής Finans Bank από την Εθνική και την πρόταση της Credit Agricole για την Εμπορική:
Ένα τόσο μεγάλο στοίχημα πρέπει να κρίνεται πρωταρχικά με κριτήρια της οικονομίας και των αγορών κι όχι με τις επιθυμίες του πολιτικού μας βολονταρισμού. Αν δεν σε επιβεβαιώσουν οι αγορές η οικονομική διπλωματία μπορεί να γνωρίσει την πλήρη αντιστροφή του νοήματός της. Ακριβώς γι’ αυτό εκφράσαμε την αγωνία μας για τη διαφάνεια και την αποτελεσματική διαχείριση ρίσκου της συγκεκριμένης εξαγοράς ώστε να κατοχυρώσουμε καταρχήν ένα δημόσιο αγαθό, όπως είναι η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος. Ένα οποιοδήποτε σοκ σ’ αυτό το εγχείρημα δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε φαινόμενο ντόμινο που θα αγγίξει όχι μόνο την χρηματοοικονομική σφαίρα αλλά και την πραγματική οικονομία. Η πρώτη θεσμική ευθύνη ανήκει στην Ανεξάρτητη Εποπτική Αρχή, δηλαδή στην Τράπεζα της Ελλάδος και βέβαια η πολιτική ευθύνη στην Κυβέρνηση.
Η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εκσυγχρόνισε το τραπεζικό σύστημα, το άνοιξε στους ξένους θεσμικούς και στήριξε μια επιθετική του εξωστρέφεια που βάσιμα μπορεί να κάνει τη χώρα μας χρηματοπιστωτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Ο κανόνας μας πρέπει να είναι εξωστρέφεια και “ανταγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμός” στο πιστωτικό σύστημα. Η εσωστρέφεια οδηγεί στο μαράζωμα, στο καρτέλ και στην φθηνή εξαγορά. Η κυβέρνηση Σημίτη, αφού εγκαταλείφθηκε το αμφιλεγόμενο σχέδιο για έναν “εθνικό πρωταθλητή” με μια συγχώνευση της Εθνικής και της Alpha δίχως συνέργιες, πράγμα που θα ενίσχυε την ολιγοπωλιακή δομή της πιστωτικής αγοράς, έκανε, πολύ σωστά, την επιλογή να συνδέσει στρατηγικά την Εμπορική με μια ευρωπαϊκή τράπεζα ώστε να αυξήσει τη δόση του ανταγωνισμού και της διεθνοποίησης στο τραπεζικό μας σύστημα. Η σημερινή κίνηση της Credit Agricole ήταν απολύτως προβλέψιμη και αναμενόμενη, απλώς επέλεξε το timing για να αγοράσει σχετικά πιο φθηνά. Επιφυλάσσομαι να μελετήσω το business plan της πρότασης, τις ανταγωνιστικές προσφορές και να εκτιμήσω κατά πόσο καλύπτονται τα εύλογα συμφέροντα των μετόχων, των εργαζομένων και των ασφαλιστικών ταμείων. Πάντως, αν και όλες οι συγκρίσεις χωλαίνουν στις αγορές, η διαφορά timing στις εξαγορές Finansbank και Εμπορικής δίνει καταρχήν την εικόνα ότι «αγοράζουμε» ακριβά και «πουλάμε» σχετικά φθηνά.
Οι ευκαιρίες σ’ αυτή τη φάση για διασυνοριακές εξαγορές τραπεζών έχουν περιοριστεί. Η Ρουμανία εξαντλήθηκε και τώρα και η Τουρκία. Ευκαιρίες λίγες, πολύς ο ανταγωνισμός και οι αποτιμήσεις της αξίας των Τραπεζών ανεβαίνουν. Η παγκοσμιοποίηση που οδήγησε σε μια έντονη διασυνοριακή διαφοροποίηση των επενδύσεων των τραπεζών έχει φτάσει τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση σε κατάσταση κορεσμού. Οι Γαλλικές τράπεζες δεν χάνουν τέτοιες ευκαιρίες. Η αστάθεια στις διεθνείς αγορές δεν είναι απλά “διόρθωση”. Φέρνει στην επιφάνεια τις θεμελιώδεις ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας ειδικά της αμερικάνικης. Εκφράζει μια αλλαγή στις συμπεριφορές των επενδυτών. Όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά αναλάμβαναν περισσότερους κινδύνους. Υπήρχε πλημμυρίδα χρήματος και σχετικά λίγες έξυπνες ιδέες για την τοποθέτησή τους. Τώρα η όρεξη για μεγάλους κινδύνους στις αναδυόμενες αγορές θα πέφτει όσο τα επιτόκια θα ανεβαίνουν και το φάντασμα του πληθωρισμού θα επιστρέφει. Υπάρχουν διλήμματα και νευρικότητα ακόμα και στις Κεντρικές Τράπεζες. Να μη ξεχνάμε επίσης ότι υπάρχει κυκλικότητα στην αναλογία των κερδών σε σχέση με το ΑΕΠ, η οποία αφορά την πραγματική οικονομία. Πιστεύω ότι θα μπούμε σε μεταβολή αυτού του κύκλου στις ισχυρές οικονομίες και βέβαια στην ελληνική. Πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε και να παίρνουμε αποφάσεις το επόμενο διάστημα σε συνθήκες μεγαλύτερης αβεβαιότητας στις αγορές.
Για το ασφαλιστικό και την αντιμετώπισή του:
Πρόκειται για την μεγάλη υπεκφυγή της κυβέρνησης και με μια έννοια και του πολιτικού συστήματος ενώ βαδίζουμε, αν δεν πάρουμε έγκαιρα τα μέτρα μας, στην πλέον προβλέψιμη οικονομική και κοινωνική κρίση λόγω της επερχόμενης δημογραφικής ανισορροπίας. Εκφωνούνται μόνο οι τίτλοι μερικών γνωστικών θεμάτων δίχως να φθάνουμε στον πυρήνα της δίκαιης κατανομής των πόρων και των βαρών ανάμεσα στις γενιές. Αλλά η “κρίση” είναι κιόλας εδώ. Τα κλειστά και προβληματικά πανεπιστήμια από τη χρόνια υποχρηματοδότησή τους είναι η άλλη όψη του ασφαλιστικού. Προαναγγέλλουν τα δραματικά διλήμματα του αύριο.
Το κύριο κλειδί του ασφαλιστικού είναι έξω από τον στενό πυρήνα του. Ο νέος κοινωνικός πλούτος που χρειαζόμαστε για όλες τις γενιές έχει σχέση με δύο αριθμούς: με τους εργαζόμενους και τον συνολικό όγκο της εργασίας τους στην κοινωνία και με την παραγωγικότητα της εργασίας τους. Στον πρώτο αριθμό μπορούμε να πετύχουμε κάποια πράγματα, όπως την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό αλλά το μυστικό βρίσκεται στην παραγωγικότητα της εργασίας άρα στην γνώση, στην καινοτομία, στην επιχειρηματικότητα. Αν έχουμε τα επόμενα είκοσι χρόνια μια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 2,5 – 3% στην Ευρώπη μπορούμε να τα καταφέρουμε στο ασφαλιστικό δίχως δραματικές αλλαγές. Από κει και πέρα υπάρχουν πολλές νέες ιδέες και εργαλεία για τον πυρήνα του ασφαλιστικού. Θεωρώ υποχρεωτικό μαζί με την κυρίαρχη αναδιανεμητική σύνταξη να υπάρχει, με πρωτοβουλία της κοινοπραξίας των ασφαλιστικών ταμείων, για κάθε εργαζόμενο το δεύτερο, το προσωπικό ασφαλιστικό βιβλιάριο κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα με ισχυρά κίνητρα. Πρέπει να εισάγουμε τη διαφοροποίηση των ασφαλιστικών εισφορών με βάση τον αριθμό των παιδιών. Θα πρόσθετα την ανάγκη νέων πόρων όπως τη συγκρότηση ενός επενδυτικού fund από τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων και την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου ώστε να στηρίξουμε με τις αποδόσεις του συμπληρωματικά το ασφαλιστικό στην πιο δύσκολη καμπή του σε δέκα περίπου χρόνια και να μην επιβαρύνουμε δυσβάσταχτα τις νέες γενιές. Γενικότερα πρέπει να μεταβάλουμε τη δομή των επενδύσεων της ασφαλιστικής αποταμίευσης ώστε να αυξήσουμε την απόδοσή της με τη μέγιστη δυνατή διαφοροποίηση του ρίσκου.
Δευτέρα 26 Ιουνίου 2006
Τετάρτη 21 Ιουνίου 2006
Παγκόσμιο Κύπελλο: Ευκαιρίες – Νέες Αντιθέσεις
Ένα πρότυπο για να μελετήσουμε την παγκοσμιοποίηση, τις νέες ευκαιρίες και δυνατότητες αλλά και τις αντιθέσεις και ανισότητες.
Βλέπουμε ότι με την παγκοσμιοποίηση το ποδόσφαιρο δεν αποτελεί μονοπώλιο δύο ηπείρων αλλά αναδύονται νέες δυνάμεις στην Αφρική, Ωκεανία, Ασία ακόμη και στην Αμερική. Διαμορφώνεται μία παγκόσμια αγορά «εργασίας» των παικτών. Η ‘φυγή των ποδιών’ είναι αντίστοιχο φαινόμενο με τη φυγή των εγκεφάλων στη γνώση και την έρευνα και υπάρχει ένα κρίσιμο στοίχημα για τις συνέπειες που έχει στις χώρες προέλευσης, θετικές και αρνητικές. Η Γκάνα και το Ελεφαντοστούν ή το Εκουαδόρ αναδύονται ταχύτατα ως νέες ποδοσφαιρικές δυνάμεις με σχετικά ισχυρές ποδοσφαιρικές εθνικές ομάδες, γίνονται αποδέκτες σημαντικών χρηματικών ποσών, αποκτούν γνώσεις και εντάσσονται σε μία παγκόσμια αγορά. Έτσι εμφανίζεται το φαινόμενο από τη μία να έχουμε ισχυρές εθνικές ομάδες αφού οι παίχτες τους πρωταγωνιστούν στα μεγάλα κλαμπ της Ευρώπης ενώ έχουμε αδύνατα εθνικά πρωταθλήματα στις χώρες αυτές. Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό αυτό το στράγγισμα των ταλέντων αναπληρώνεται από μία μεγαλύτερη ταχύτητα γέννησης και ανάδειξής τους στο εθνικό έδαφος;
Η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου με χωνευτήρι τα ισχυρά εθνικά κλαμπ της Ευρώπης μπορεί να οδηγήσει σε μία ομογενοποίηση του στυλ, σε μία ισοπεδωτική ομοιομορφία που εξαφανίζει τον εθνικό και τοπικό ποδοσφαιρικό πλούτο; Μαζί με την όσμωση ανάμεσα στο λατινοαμερικάνικο και ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο που οδηγεί σε υψηλότερα στάνταρντ απόδοσης μπορεί να αναπτυχθεί σε βάθος ή εθνική ιδιαιτερότητα; Δηλαδή το ποδόσφαιρο θα είναι glo(bal) – (glo)cal;
Τα αισθήματα των Ελλήνων φιλάθλων κατά κανόνα υπέρ των Βραζιλιάνων και των Αργεντίνων αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει αυτό που θα λέγαμε ένας ευρωπαϊκός «πατριωτισμός», μία ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, δεν υπάρχει δηλαδή ένα ευρωπαϊκό, φαντασιακό, βιωματικό, συναισθηματικό υπόβαθρο της λαϊκής ψυχής που θα έδινε ορμή στο αίτημα για μία ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Το κρίσιμο ερώτημα και στο ποδόσφαιρο είναι: πόσο νιώθουμε Έλληνες (ή Γάλλοι, ή Ιταλοί), μέλη μίας εθνικής κοινότητας, πόσο ευρωπαίοι και πόσο πολίτες του κόσμου.
Υ.Γ.: συνεχίζουμε κανονικά και τη συζήτηση για την παιδεία...
Βλέπουμε ότι με την παγκοσμιοποίηση το ποδόσφαιρο δεν αποτελεί μονοπώλιο δύο ηπείρων αλλά αναδύονται νέες δυνάμεις στην Αφρική, Ωκεανία, Ασία ακόμη και στην Αμερική. Διαμορφώνεται μία παγκόσμια αγορά «εργασίας» των παικτών. Η ‘φυγή των ποδιών’ είναι αντίστοιχο φαινόμενο με τη φυγή των εγκεφάλων στη γνώση και την έρευνα και υπάρχει ένα κρίσιμο στοίχημα για τις συνέπειες που έχει στις χώρες προέλευσης, θετικές και αρνητικές. Η Γκάνα και το Ελεφαντοστούν ή το Εκουαδόρ αναδύονται ταχύτατα ως νέες ποδοσφαιρικές δυνάμεις με σχετικά ισχυρές ποδοσφαιρικές εθνικές ομάδες, γίνονται αποδέκτες σημαντικών χρηματικών ποσών, αποκτούν γνώσεις και εντάσσονται σε μία παγκόσμια αγορά. Έτσι εμφανίζεται το φαινόμενο από τη μία να έχουμε ισχυρές εθνικές ομάδες αφού οι παίχτες τους πρωταγωνιστούν στα μεγάλα κλαμπ της Ευρώπης ενώ έχουμε αδύνατα εθνικά πρωταθλήματα στις χώρες αυτές. Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό αυτό το στράγγισμα των ταλέντων αναπληρώνεται από μία μεγαλύτερη ταχύτητα γέννησης και ανάδειξής τους στο εθνικό έδαφος;
Η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου με χωνευτήρι τα ισχυρά εθνικά κλαμπ της Ευρώπης μπορεί να οδηγήσει σε μία ομογενοποίηση του στυλ, σε μία ισοπεδωτική ομοιομορφία που εξαφανίζει τον εθνικό και τοπικό ποδοσφαιρικό πλούτο; Μαζί με την όσμωση ανάμεσα στο λατινοαμερικάνικο και ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο που οδηγεί σε υψηλότερα στάνταρντ απόδοσης μπορεί να αναπτυχθεί σε βάθος ή εθνική ιδιαιτερότητα; Δηλαδή το ποδόσφαιρο θα είναι glo(bal) – (glo)cal;
Τα αισθήματα των Ελλήνων φιλάθλων κατά κανόνα υπέρ των Βραζιλιάνων και των Αργεντίνων αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει αυτό που θα λέγαμε ένας ευρωπαϊκός «πατριωτισμός», μία ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, δεν υπάρχει δηλαδή ένα ευρωπαϊκό, φαντασιακό, βιωματικό, συναισθηματικό υπόβαθρο της λαϊκής ψυχής που θα έδινε ορμή στο αίτημα για μία ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Το κρίσιμο ερώτημα και στο ποδόσφαιρο είναι: πόσο νιώθουμε Έλληνες (ή Γάλλοι, ή Ιταλοί), μέλη μίας εθνικής κοινότητας, πόσο ευρωπαίοι και πόσο πολίτες του κόσμου.
Υ.Γ.: συνεχίζουμε κανονικά και τη συζήτηση για την παιδεία...
Δευτέρα 19 Ιουνίου 2006
“Πρωθυπουργέ, κάνε την υπέρβαση”
Κάποιες σκέψεις σε συνέχεια του προηγούμενου post και σαν απάντηση σε μερικά από τα σχόλιά σας.
Κάθε γενιά στο ξεμύτισμά της θέλει να αφήσει το δικό της ίχνος στην ιστορία. Αυτό είναι καλοδεχούμενο. Στους δρόμους ναι αλλά με τι στόχο; Για τη διατήρηση του παρακμιακού status quo που σαπίζει το πανεπιστήμιο και πνίγει τις προοπτικές της χώρας ή για την αλλαγή του; Συνεπώς το ερώτημα είναι: “ποια αλλαγή;”. Το πολιτικό σύστημα και τώρα η κυβέρνηση έχει δείξει ανικανότητα να τραβήξει τον “ένα”, τον βασικό κρίκο της αλυσίδας ώστε με τη μικρότερη ενέργεια να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή μετατόπισή της και όλα τα άλλα να έρθουν μόνα τους με τη μέθοδο της “επιδημίας”. Η προηγούμενη κυβέρνηση σπατάλησε υπερβολικές δυνάμεις στο εξεταστικό, τούτη δω δεν ξέρει από πού να αρχίσει, σε κατάσταση νευρικής κρίσης χάθηκε στις ακαδημαϊκές λεπτομέρειες ενός εικαζόμενου “νόμου-πλαισίου”, ομοιόμορφου για όλες τις σχολές.
Μία και μόνη θεμελιώδης κίνηση χρειάζεται. Το κράτος μονομερώς απελευθερώνει από τη γραφειοκρατία του τα πανεπιστήμια που γίνονται πλήρως αυτόνομα – αυτοδιαχειριζόμενα, συνεπώς και χρηματοοικονομικά αυτόνομα, και κρατά μόνο το εργαλείο της χρηματοδότησης – αξιολόγησης με βάση τα αποτελέσματα ώστε να διεγείρει τον ανταγωνισμό τους και να ανεβάζει τα στάνταρτ της ποιότητας στη διδασκαλία, στη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα. Τέρμα στην ισοπέδωση και την ομοιομορφία, ανταγωνισμός των ιδρυμάτων για καλύτερους φοιτητές, ανταγωνισμός για καλύτερους καθηγητές, ανταγωνισμός για περισσότερους οικονομικούς πόρους από δημόσιους και μη φορείς με πλήρη σεβασμό στα ακαδημαϊκά κριτήρια.
Πρέπει να δημιουργήσουμε ισχυρά κίνητρα ώστε κάθε ίδρυμα μόνο του να απορροφήσει, όπως εκείνο πιστεύει ότι ανεβάζει τα στάνταρτ του, αρκετές από τις ιδέες της επιτροπής “Σοφών” ή άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες. Δεν είναι δική μας δουλειά να κρίνουμε π.χ. τον αριθμό των μεταφερόμενων μαθημάτων. Εμείς θα αξιολογήσουμε την απόδοση με ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Άμεσα πρέπει να αυξήσουμε τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων αλλά τα χρήματα μόνα τους δεν λύνουν το πρόβλημα. Χρειάζεται σύνδεση με τα τελικά αποτελέσματα. Χρήμα έναντι μεταρρυθμίσεων. Εδώ αρχίζουν τα πραγματικά προβλήματα και οι δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπίσει η μεταρρύθμιση. Διεθνής πείρα και πρακτικές ιδέες υπάρχουν. Οι γενικοί νόμοι – πλαίσιο της ομοιομορφίας ανήκουν στην ξεπερασμένη πλέον κουλτούρα της δεκαετίας του ’80, την οποία πρέπει να υπερβούμε θετικά. Έχω καλέσει επανειλημμένα τον πρωθυπουργό να κάνει αυτή την υπέρβαση.
Το πολιτικό σύστημα μπροστά στην ανικανότητά του να μετασχηματίσει σε ανταγωνιστικό το δημόσιο πανεπιστήμιο υπεκφεύγει ακόμα μία φορά με στείρες συγκρούσεις για το φάντασμα κάποιων απροσδιόριστων “ιδιωτικών” πανεπιστημίων. Τα ίδια τα δημόσια πανεπιστήμια πρέπει να λειτουργούν ως εάν ήταν μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά με υψηλό μάνατζμεντ, μ’ ένα ρυθμιζόμενο ανταγωνισμό ποιότητας, σε μια ιδιόρρυθμη εσωτερική “δημόσια αγορά”. Η αξιολόγηση θα είναι μια υποστηρικτική, όχι τιμωρητική διαδικασία διαρκούς αυτοβελτίωσης αλλά θα δίνει πρόσθετα οικονομικά κίνητρα στα ιδρύματα και στους καθηγητές που κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους. Αν προχωρήσουμε σ’ αυτό το δρόμο της μεταρρύθμισης μικρή σημασία θα έχει αν αλλάξει ή δεν αλλάξει στο άμεσο μέλλον το άρθρο 16. Διαφορετικά η καχυποψία των φοιτητών και των καθηγητών, αυτών που πραγματικά νοιάζονται, θα είναι δικαιολογημένη αφού θα πιστεύουν ότι δίπλα στα υποχρηματοδοτούμενα σε συνεχή παρακμή δημόσια πανεπιστήμια πάμε να κολλήσουμε κάποιες σχολές της πλάκας που πουλούν πτυχία. Μακάρι ένα υψηλού κύρους πανεπιστήμιο της Ευρώπης ή της Αμερικής να προχωρούσε στην ίδρυση ενός αντίστοιχου πανεπιστημίου στην Ελλάδα, αυτό πράγματι θα ενίσχυε τον ανταγωνισμό ποιότητας, αλλά ανήκει παντελώς στη σφαίρα της φαντασίας, δεν έχει την παραμικρή οικονομική ή άλλη λογική. Το ίδιο γελοίες είναι οι απόψεις όλων αυτών που υπερασπίζονται το σάπιο status quo με το επιχείρημα ότι πάνε να γίνουν επιχειρήσεις τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Άλλωστε στην Ευρώπη δεν υπάρχουν σοβαρά ιδιωτικά πανεπιστήμια, ενώ στα ελίτ μη κρατικά μη κερδοσκοπικά της Αμερικής όλα τα “κέρδη” επανεπενδύονται στο ίδρυμα, δεν διανέμονται.
Από την πλευρά των φοιτητών απαιτείται συνεχής αγώνας, φοιτητικός και ευρύτερα κοινωνικός – παλλαϊκός με ανοιχτά πανεπιστήμια από το φθινόπωρο για την αύξηση της χρηματοδότησης και την αλλαγή. Τα μονίμως κλειστά πανεπιστήμια, οι αυτοκαταστροφικές τάσεις εντείνουν την παρακμή και τον εκφυλισμό και εξυπηρετούν όσους θέλουν να θάψουν οριστικά τις προοπτικές του δημόσιου πανεπιστημίου.
(μία παραλλαγή του παραπάνω κειμένου θα δημοσιευθεί σήμερα στον Ελεύθερο Τύπο)
Κάθε γενιά στο ξεμύτισμά της θέλει να αφήσει το δικό της ίχνος στην ιστορία. Αυτό είναι καλοδεχούμενο. Στους δρόμους ναι αλλά με τι στόχο; Για τη διατήρηση του παρακμιακού status quo που σαπίζει το πανεπιστήμιο και πνίγει τις προοπτικές της χώρας ή για την αλλαγή του; Συνεπώς το ερώτημα είναι: “ποια αλλαγή;”. Το πολιτικό σύστημα και τώρα η κυβέρνηση έχει δείξει ανικανότητα να τραβήξει τον “ένα”, τον βασικό κρίκο της αλυσίδας ώστε με τη μικρότερη ενέργεια να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή μετατόπισή της και όλα τα άλλα να έρθουν μόνα τους με τη μέθοδο της “επιδημίας”. Η προηγούμενη κυβέρνηση σπατάλησε υπερβολικές δυνάμεις στο εξεταστικό, τούτη δω δεν ξέρει από πού να αρχίσει, σε κατάσταση νευρικής κρίσης χάθηκε στις ακαδημαϊκές λεπτομέρειες ενός εικαζόμενου “νόμου-πλαισίου”, ομοιόμορφου για όλες τις σχολές.
Μία και μόνη θεμελιώδης κίνηση χρειάζεται. Το κράτος μονομερώς απελευθερώνει από τη γραφειοκρατία του τα πανεπιστήμια που γίνονται πλήρως αυτόνομα – αυτοδιαχειριζόμενα, συνεπώς και χρηματοοικονομικά αυτόνομα, και κρατά μόνο το εργαλείο της χρηματοδότησης – αξιολόγησης με βάση τα αποτελέσματα ώστε να διεγείρει τον ανταγωνισμό τους και να ανεβάζει τα στάνταρτ της ποιότητας στη διδασκαλία, στη βασική και εφαρμοσμένη έρευνα. Τέρμα στην ισοπέδωση και την ομοιομορφία, ανταγωνισμός των ιδρυμάτων για καλύτερους φοιτητές, ανταγωνισμός για καλύτερους καθηγητές, ανταγωνισμός για περισσότερους οικονομικούς πόρους από δημόσιους και μη φορείς με πλήρη σεβασμό στα ακαδημαϊκά κριτήρια.
Πρέπει να δημιουργήσουμε ισχυρά κίνητρα ώστε κάθε ίδρυμα μόνο του να απορροφήσει, όπως εκείνο πιστεύει ότι ανεβάζει τα στάνταρτ του, αρκετές από τις ιδέες της επιτροπής “Σοφών” ή άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες. Δεν είναι δική μας δουλειά να κρίνουμε π.χ. τον αριθμό των μεταφερόμενων μαθημάτων. Εμείς θα αξιολογήσουμε την απόδοση με ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Άμεσα πρέπει να αυξήσουμε τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων αλλά τα χρήματα μόνα τους δεν λύνουν το πρόβλημα. Χρειάζεται σύνδεση με τα τελικά αποτελέσματα. Χρήμα έναντι μεταρρυθμίσεων. Εδώ αρχίζουν τα πραγματικά προβλήματα και οι δυσκολίες που πρέπει να αντιμετωπίσει η μεταρρύθμιση. Διεθνής πείρα και πρακτικές ιδέες υπάρχουν. Οι γενικοί νόμοι – πλαίσιο της ομοιομορφίας ανήκουν στην ξεπερασμένη πλέον κουλτούρα της δεκαετίας του ’80, την οποία πρέπει να υπερβούμε θετικά. Έχω καλέσει επανειλημμένα τον πρωθυπουργό να κάνει αυτή την υπέρβαση.
Το πολιτικό σύστημα μπροστά στην ανικανότητά του να μετασχηματίσει σε ανταγωνιστικό το δημόσιο πανεπιστήμιο υπεκφεύγει ακόμα μία φορά με στείρες συγκρούσεις για το φάντασμα κάποιων απροσδιόριστων “ιδιωτικών” πανεπιστημίων. Τα ίδια τα δημόσια πανεπιστήμια πρέπει να λειτουργούν ως εάν ήταν μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά με υψηλό μάνατζμεντ, μ’ ένα ρυθμιζόμενο ανταγωνισμό ποιότητας, σε μια ιδιόρρυθμη εσωτερική “δημόσια αγορά”. Η αξιολόγηση θα είναι μια υποστηρικτική, όχι τιμωρητική διαδικασία διαρκούς αυτοβελτίωσης αλλά θα δίνει πρόσθετα οικονομικά κίνητρα στα ιδρύματα και στους καθηγητές που κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους. Αν προχωρήσουμε σ’ αυτό το δρόμο της μεταρρύθμισης μικρή σημασία θα έχει αν αλλάξει ή δεν αλλάξει στο άμεσο μέλλον το άρθρο 16. Διαφορετικά η καχυποψία των φοιτητών και των καθηγητών, αυτών που πραγματικά νοιάζονται, θα είναι δικαιολογημένη αφού θα πιστεύουν ότι δίπλα στα υποχρηματοδοτούμενα σε συνεχή παρακμή δημόσια πανεπιστήμια πάμε να κολλήσουμε κάποιες σχολές της πλάκας που πουλούν πτυχία. Μακάρι ένα υψηλού κύρους πανεπιστήμιο της Ευρώπης ή της Αμερικής να προχωρούσε στην ίδρυση ενός αντίστοιχου πανεπιστημίου στην Ελλάδα, αυτό πράγματι θα ενίσχυε τον ανταγωνισμό ποιότητας, αλλά ανήκει παντελώς στη σφαίρα της φαντασίας, δεν έχει την παραμικρή οικονομική ή άλλη λογική. Το ίδιο γελοίες είναι οι απόψεις όλων αυτών που υπερασπίζονται το σάπιο status quo με το επιχείρημα ότι πάνε να γίνουν επιχειρήσεις τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Άλλωστε στην Ευρώπη δεν υπάρχουν σοβαρά ιδιωτικά πανεπιστήμια, ενώ στα ελίτ μη κρατικά μη κερδοσκοπικά της Αμερικής όλα τα “κέρδη” επανεπενδύονται στο ίδρυμα, δεν διανέμονται.
Από την πλευρά των φοιτητών απαιτείται συνεχής αγώνας, φοιτητικός και ευρύτερα κοινωνικός – παλλαϊκός με ανοιχτά πανεπιστήμια από το φθινόπωρο για την αύξηση της χρηματοδότησης και την αλλαγή. Τα μονίμως κλειστά πανεπιστήμια, οι αυτοκαταστροφικές τάσεις εντείνουν την παρακμή και τον εκφυλισμό και εξυπηρετούν όσους θέλουν να θάψουν οριστικά τις προοπτικές του δημόσιου πανεπιστημίου.
(μία παραλλαγή του παραπάνω κειμένου θα δημοσιευθεί σήμερα στον Ελεύθερο Τύπο)
Τετάρτη 7 Ιουνίου 2006
Κρίση εμπιστοσύνης και κενό πρωτοβουλίας στα Πανεπιστήμια
Το Υπουργείο Παιδείας βρίσκεται σε νευρική παράκρουση και αδυνατεί να δώσει διέξοδο στην κρίση μέσα από κλίμα εμπιστοσύνης και διαλόγου. Ο Πρωθυπουργός, όλα τα πολιτικά κόμματα πρέπει να παρέμβουν άμεσα. Απαιτείται πρωτοβουλία για μία μίνιμουμ συμφωνία ώστε να μη χαθεί η εξεταστική περίοδος και να συνεχιστεί ο αγώνας με ανοιχτά πανεπιστήμια.
Το κλειδί για μία ευρύτερη συναίνεση στα πανεπιστήμια είναι:
Η αύξηση της χρηματοδότησης συν αξιόπιστες διαδικασίες αξιολόγησης που δεν καταλήγουν σε νέο υπερσυγκεντρωτισμό, στον «μεγάλο ελεγκτή» - το Υπουργείο Παιδείας.
Το κράτος, μονομερώς, με ιστορική πρωτοβουλία ανακυρήσσει πλήρως αυτόνομα τα πανεπιστήμια, όχι μόνο με την ακαδημαϊκή και διοικητική έννοια αλλά και την χρηματοοικονομική.
Τα δημόσια πανεπιστήμια θα λειτουργούν ως εάν ήταν μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά, δηλαδή αποδεσμεύονται από την ένταξή τους στο διοικητικό – γραφειοκρατικό σύστημα. Το κράτος χρησιμοποιώντας το εργαλείο της χρηματοδότησης με ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια διεγείρει τον ανταγωνισμό ανάμεσά τους και προς τα αντίστοιχα μέσου και ανώτερου επιπέδου της Ευρώπης.
Τα θέματα που αναδεικνύει η «Επιτροπή Σοφών» δεν μπορούν να επιβληθούν εκ των άνω, με μία ντιρεκτίβα αλλά αφήνονται να ρυθμιστούν από τα ίδια τα ιδρύματα στα πλαίσια της αυτονομίας και αυτοδιαχείρησής τους. Δεν έχει κανένα νόημα ένας νόμος να ρυθμίζει κεντρικά όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν τη διάταξη των μαθημάτων και το καθεστώς φοίτησης.
Η συζήτηση για το άρθρο 16 πρέπει να γίνει ψύχραιμα σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και δεν έχει κανένα επείγοντα χαρακτήρα. Το επείγον για το πολιτικό σύστημα είναι να κάνει ανταγωνιστικά τα δημόσια πανεπιστήμια. Στις δημόσιες τοποθετήσεις υπό τον τίτλο ‘μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά’ εννοούνται τελείως διαφορετικές πολιτικές για το πανεπιστήμιο και συνεπώς χρειάζεται ψύχραιμη ιδεολογική και προγραμματική συζήτηση.
Το κλειδί για μία ευρύτερη συναίνεση στα πανεπιστήμια είναι:
Η αύξηση της χρηματοδότησης συν αξιόπιστες διαδικασίες αξιολόγησης που δεν καταλήγουν σε νέο υπερσυγκεντρωτισμό, στον «μεγάλο ελεγκτή» - το Υπουργείο Παιδείας.
Το κράτος, μονομερώς, με ιστορική πρωτοβουλία ανακυρήσσει πλήρως αυτόνομα τα πανεπιστήμια, όχι μόνο με την ακαδημαϊκή και διοικητική έννοια αλλά και την χρηματοοικονομική.
Τα δημόσια πανεπιστήμια θα λειτουργούν ως εάν ήταν μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά, δηλαδή αποδεσμεύονται από την ένταξή τους στο διοικητικό – γραφειοκρατικό σύστημα. Το κράτος χρησιμοποιώντας το εργαλείο της χρηματοδότησης με ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια διεγείρει τον ανταγωνισμό ανάμεσά τους και προς τα αντίστοιχα μέσου και ανώτερου επιπέδου της Ευρώπης.
Τα θέματα που αναδεικνύει η «Επιτροπή Σοφών» δεν μπορούν να επιβληθούν εκ των άνω, με μία ντιρεκτίβα αλλά αφήνονται να ρυθμιστούν από τα ίδια τα ιδρύματα στα πλαίσια της αυτονομίας και αυτοδιαχείρησής τους. Δεν έχει κανένα νόημα ένας νόμος να ρυθμίζει κεντρικά όλες τις λεπτομέρειες που αφορούν τη διάταξη των μαθημάτων και το καθεστώς φοίτησης.
Η συζήτηση για το άρθρο 16 πρέπει να γίνει ψύχραιμα σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και δεν έχει κανένα επείγοντα χαρακτήρα. Το επείγον για το πολιτικό σύστημα είναι να κάνει ανταγωνιστικά τα δημόσια πανεπιστήμια. Στις δημόσιες τοποθετήσεις υπό τον τίτλο ‘μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά’ εννοούνται τελείως διαφορετικές πολιτικές για το πανεπιστήμιο και συνεπώς χρειάζεται ψύχραιμη ιδεολογική και προγραμματική συζήτηση.
Δευτέρα 5 Ιουνίου 2006
"Θηλυκό" vs. "Αρσενικό"
Θα ήθελα να διαβάσω τις απόψεις σας και να συζητήσουμε πάνω σε τρια κρίσιμα ερωτήματα που θεωρώ ότι πάνε παραπέρα από τον ορίζοντα του φεμινισμού και μπορούν να συμβάλλουν στην περαιτέρω αποδέσμευση της ενέργειας και της πρωτοβουλίας των γυναικών:
Οι διαφορές που παρατηρούμε στις επιδόσεις ανδρών και γυναικών σε τομείς όπως τα μαθηματικά, η φυσική, τα επαγγέλματα των μηχανικών, σε ποιο βαθμό σχετίζονται με διαφορετικές κλίσεις που οφείλονται στην ανατροφή και τις προσδοκίες των γονιών και της κοινωνίας, ισως γενικότερα σε ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς παράγοντες και περιορισμούς, και σε ποιο με τις διαφοροποιήσεις στη δομή και τη «χημεία» του εγκεφάλου; Είναι γνωστός ο σάλος που ξέσπασε με τις δηλώσεις του Larry Summers (πρώην υπουργού Οικονομικών επί Κλίντον και νυν Προέδρου του Harvard) ο οποίος απέδωσε τις διαφορές αυτές σε βιολογικούς παράγοντες.
Τι αποτελέσματα και εμπειρίες έχουμε από τις επιδόσεις των γυναικών σε τομείς όπως η υψηλή οικονομική σκέψη, το μάνατζμεντ και γενικότερα σε δραστηριότητες με υψηλό βαθμό ανταγωνισμού; Υπάρχει τελικά κάτι το «θηλυκό» που πρέπει να απορροφήσει η πολιτική οικονομία, η τέχνη του μάνατζμεντ και η επιστήμη γενικότερα;
Υπάρχουν όντως διαφοροποιήσεις στις ικανότητες ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες που έχουν το ίδιο επίπεδο γενικής ευφυΐας;
Από εδώ και πέρα αν για κάποιο θέμα υπάρχει υλικό που αξίζει τον κόπο και μπορεί να βοηθήσει ή να επεκτείνει τη συζήτηση θα μπαίνει στο Η2Ο Playlist - δείτε και την παραπομπή στα αριστερά. Περισσότερες πληροφορίες για το συγκεκριμένο μπορείτε να διαβάστε στο πρώτο σχόλιο σε αυτό το θέμα από τον Θανάση Δεληγιάννη.
Σε συνέχεια τώρα, έστω και με πλάγιο τρόπο, της συζήτησης για την εσωστρέφεια της Θεσσαλονίκης μπορείτε να διαβάσετε ένα κείμενο μου με τίτλο "Εξωστρέφεια: Ευκαιρίες και Κίνδυνοι / Εσωστρέφεια: Μαράζωμα και Φθηνή Εξαγορά. Μία συζήτηση για τη διαχείριση του οικονομικού και πολιτικού κινδύνου στην εξαγορά της Finansbank από την Εθνική Τράπεζα", μέρος του οποίου δημοσιεύθηκε το Σάββατο 3/6 στην «Ημερησία».
Περιμένω τα σχόλιά σας και για τα δύο…
Οι διαφορές που παρατηρούμε στις επιδόσεις ανδρών και γυναικών σε τομείς όπως τα μαθηματικά, η φυσική, τα επαγγέλματα των μηχανικών, σε ποιο βαθμό σχετίζονται με διαφορετικές κλίσεις που οφείλονται στην ανατροφή και τις προσδοκίες των γονιών και της κοινωνίας, ισως γενικότερα σε ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς παράγοντες και περιορισμούς, και σε ποιο με τις διαφοροποιήσεις στη δομή και τη «χημεία» του εγκεφάλου; Είναι γνωστός ο σάλος που ξέσπασε με τις δηλώσεις του Larry Summers (πρώην υπουργού Οικονομικών επί Κλίντον και νυν Προέδρου του Harvard) ο οποίος απέδωσε τις διαφορές αυτές σε βιολογικούς παράγοντες.
Τι αποτελέσματα και εμπειρίες έχουμε από τις επιδόσεις των γυναικών σε τομείς όπως η υψηλή οικονομική σκέψη, το μάνατζμεντ και γενικότερα σε δραστηριότητες με υψηλό βαθμό ανταγωνισμού; Υπάρχει τελικά κάτι το «θηλυκό» που πρέπει να απορροφήσει η πολιτική οικονομία, η τέχνη του μάνατζμεντ και η επιστήμη γενικότερα;
Υπάρχουν όντως διαφοροποιήσεις στις ικανότητες ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες που έχουν το ίδιο επίπεδο γενικής ευφυΐας;
Από εδώ και πέρα αν για κάποιο θέμα υπάρχει υλικό που αξίζει τον κόπο και μπορεί να βοηθήσει ή να επεκτείνει τη συζήτηση θα μπαίνει στο Η2Ο Playlist - δείτε και την παραπομπή στα αριστερά. Περισσότερες πληροφορίες για το συγκεκριμένο μπορείτε να διαβάστε στο πρώτο σχόλιο σε αυτό το θέμα από τον Θανάση Δεληγιάννη.
Σε συνέχεια τώρα, έστω και με πλάγιο τρόπο, της συζήτησης για την εσωστρέφεια της Θεσσαλονίκης μπορείτε να διαβάσετε ένα κείμενο μου με τίτλο "Εξωστρέφεια: Ευκαιρίες και Κίνδυνοι / Εσωστρέφεια: Μαράζωμα και Φθηνή Εξαγορά. Μία συζήτηση για τη διαχείριση του οικονομικού και πολιτικού κινδύνου στην εξαγορά της Finansbank από την Εθνική Τράπεζα", μέρος του οποίου δημοσιεύθηκε το Σάββατο 3/6 στην «Ημερησία».
Περιμένω τα σχόλιά σας και για τα δύο…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)