Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Κώστας Τζιαντζής ή η αιώνια επιστροφή των “ηττημένων” της ιστορίας


“Έφυγε” ο Κώστας; Όταν έγραφα το “Χαμένο Μπλουζ” (‘96) αυτόν το ρομαντικό επαναστάτη με το άρωμα των εξεγέρσεων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου είχα στο μυαλό μου. Ένας genius, μια ηγετική μορφή με ασύλληπτη συναισθηματική ευφυΐα. Να αγαπάς προσωπικά κάποιον, να τον λατρεύεις ακόμα κι όταν διαφωνείτε, δεν ήταν ποτέ εύκολο στην αριστερά. Να είσαι με κάποιον σύντροφος στις δύσκολες ώρες της παρανομίας δεν είναι ασυνήθιστο. Το δύσκολο είναι να έχεις μια αγαπητική φιλική σχέση.
“Επιστρέφω” συχνά στην εικόνα του Κώστα στο εσωτερικό του βλέμμα, το συνωμοτικό του χαμόγελο, την κρυφή μελαγχολία, το καθοδηγητικό του ύφος που το μετρίαζε αν δεν το αυτοακύρωνε το λεπτό διεισδυτικό χιούμορ του. Σε δυο τρεις περιπτώσεις διαφωνήσαμε στην τακτική του αντιδικτατορικού αγώνα αλλά με τι τρυφερή αλληλεγγύη και αμοιβαία εκτίμηση και αναγνώριση! Ήταν η πιο κατάλληλη ηγετική προσωπικότητα για να ανασυνθέσει στη μεταπολίτευση μια νέα λαϊκή πλειοψηφική αριστερά. Ένας Έλληνας ας πούμε Λούλα. Τι τον συγκρατούσε; Ποιο αόρατο χέρι, εσωτερικό, ψυχικό, σκηνοθετούσε την αποτυχία του και τη δική μας αποτυχία; Τον πείραζα πως ήταν Πυργιώτης ή ότι τον τραβούσε προς τα πίσω η παράδοξη ενοχή ότι γεννήθηκε “αστός” που παράκμασε η οικογένειά του. Ξαναεπιστρέφουμε μαζί του στο αίνιγμα της ιστορίας γιατί ο χαρισματικός Τρότσκι έχασε από τον αγροίκο, πειθαρχημένο Στάλιν. Ίσως ένιωθε ο Κώστας πάντα μια ακατανίκητη έλξη προς την οικειότητα, την αφοσίωση και την επαναστατική ομοιογένεια ενός στενού κύκλου όπως με τους συντρόφους του στο ΝΑΡ και παλιότερα στους επαναστατικούς αντιδικτατορικούς κύκλους της πλατείας Μαβίλη.
“Επιστρέφω” πολλά βράδια στον Κώστα όπως γλιστρά η μνήμη μου στον επαναστάτη αναρχικό Μπλανκί με τη μελαγχολική σύλληψη της ιστορίας, που βασίζεται στην αιώνια επιστροφή των “ηττημένων”. Είναι η ποίηση μιας βαθύτερης ήττας όλων μας με διαφορετικό πρόσημο.
Χωρίσαμε σύντροφε Κώστα σαν δυο καράβια που ξεκίνησαν από το ίδιο λιμάνι και πίστευαν πως κάποτε θα ξανασμίξουν. Το ήξερες όμως ότι “επιστρέφω” σε σένα όπως “επιστρέφουμε πάντα στον οίκο του πατρός μας” κατά τον Νοβάλις.