Κανείς άνθρωπος, ζωντανός ή πεθαμένος, ούτε ο Μπετόβεν, ο Μαρξ, ο Φρόιντ και ο Ντοστογιέφσκι ούτε ο Τσε δεν άσκησε τόσο βαθιά και διαρκή επίδραση σ’ ό,τι είμαστε, σ’ ό,τι θα θέλαμε να είμαστε και δεν είμαστε όσο ο Μίκης και το έργο του. Ειδικά στη γενιά μου, αυτή που ξεμύτισε λίγο πριν, λίγο μετά την 21η Απριλίου. Ένας ερασιτεχνικός ραδιοφωνικός σταθμός του κοινού μας φίλου, του Κούνδουρου, στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης παίζει πρώτη φορά το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου» και ύστερα όλα τα άλλα. Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο. Ένα καινούργιο φως έπεσε στη νεότητά μας. Το εφηβικό ξύπνημα μίας γήινης λαϊκής ουτοπίας. Η περηφάνια για τη φτώχια μας με τη «Δραπετσώνα». Οι πρώτοι έρωτες με το «Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες». Το πρώτο ξύλο στο δρόμο με τη «Ρωμιοσύνη». Τα μεγάλα φοιτητικά γλέντια με το «Περιγιάλι». Η παρανομία στην αντίσταση με τις κασέτες χέρι με χέρι από τη Ζάτουνα. Στην απομόνωση και τη φυλακή: «Γεια σου Ακρόπολη, Τουρκολίμανο, οδός Βουκουρεστίου». Στο «Πολυτεχνείο» της «Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Όταν έπεσε η Χούντα σου ψιθύρισα πονηρά «Ψηλέ, σου οφείλουμε τα κορίτσια που ρίξαμε με τα τραγούδια σου». «Θέλω ποσοστά», γέλασες.
Τελικά Μίκη μου τι αντιπροσωπεύεις; Το ανέφικτο της ιδανικής επανάστασης, του ιδανικού έρωτα, το ανέφικτο που έδωσε νόημα στη ζωή μας και καταγράφηκε στον «σκληρό δίσκο» της ύπαρξής μας.
Το παραπάνω κείμενο είναι από την εισαγωγή του λευκώματος "Μίκης Θεοδωράκης - Οι αφίσες μου". Ρίξτε μία ματιά...
Το παραπάνω κείμενο είναι από την εισαγωγή του λευκώματος "Μίκης Θεοδωράκης - Οι αφίσες μου". Ρίξτε μία ματιά...