Το παρακάτω ξεκίνησε σαν απάντηση σε σχόλιο του Θέμη Λαζαρίδη. Στη μέση όμως μετατράπηκε σε κανονικό post.
Στα τρία τελευταία βιβλία μου αλλά και σε δέκα χρόνια ραδιοφωνικών εκπομπών έχω προσδιορίσει ως στρατηγική προτεραιότητα το ριζικό ανασχηματισμό του δημοσίου πανεπιστημίου.
Το κράτος ως βασικός χρηματοδότης διεγείρει τον ανταγωνισμό ποιότητας ανάμεσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα τα οποία αποκτούν πλήρη χρηματοοικονομική αυτονομία, πέρα της ακαδημαϊκής και διοικητικής ανεξαρτησίας. Λειτουργούν σαν να ήταν μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα σε μία sui generis «εσωτερική αγορά» δημόσιου ή ημιδημόσιου χαρακτήρα. Το κράτος συνάπτει τριετή προγραμματικά συμβόλαια με τα πανεπιστήμια στα οποία ενσωματώνονται οι στόχοι της ποιότητας και τα στάνταρντ ποιότητας. Έτσι συνδέεται η χρηματοδότηση με τα τελικά αποτελέσματα σε ποιότητα διδασκαλίας, βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας.
Τα ιδρύματα είναι ελεύθερα να αξιοποιούν με σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία την περιουσία τους, να αναζητούν χορηγούς και χρηματοδότες με σχετικά συμβόλαια, ειδικά για την έρευνα, με μοναδικό περιορισμό τη διαφύλαξη της ακαδημαϊκής και επιστημονικής τους ανεξαρτησίας.
Γι΄ αυτό το στρατηγικό στόχο θα έπρεπε να επιδιώξουμε τη μέγιστη δυνατή πολιτική και κοινωνική συναίνεση. Η παρεμβολή της συνταγματικής συζήτησης για το άρθρο 16 δίχως να έχει προηγηθεί η αφετηρία έστω αυτής της μεταρρύθμισης διασπά το μέτωπο, ενισχύει τΙς αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις και δημιουργεί, καλώς ή κακώς, την εντύπωση σε τμήμα της νεολαίας ότι το πολιτικό σύστημα ‘στρίβει δια του αρραβώνος’, εγκαταλείποντας στην τύχη τους τα δημόσια πανεπιστήμια, μειώνοντας περαιτέρω την ισότητα των ευκαιριών και δυνατοτήτων μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο χώρος του ΠΑΣΟΚ ,περίπου στο 100%, συσπειρώνεται στο δίπολο «μεταρρύθμιση – χρηματοδότηση». Στην άμεση ψήφιση του άρθρου 16 όμως χωρίζεται, όπως δείχνουν τα γκάλοπ, στη μέση.
Θα έχουμε το ηθικό και πολιτικό δικαίωμα, με την ευρύτερη συναίνεση, να αλλάξουμε το άρθρο 16 εφόσον θα έχει αποφασιστεί η μεταρρύθμιση στα δημόσια πανεπιστήμια σε δύο σημεία:
1) Αναγνωρίζονται τα υφιστάμενα πανεπιστήμια ως ειδικού νομικού τύπου ιδρύματα δημόσιου χαρακτήρα ώστε να αποδεσμευθούν πλήρως από το δημόσιο λογιστικό και την υπαγωγή τους στην κρατική γραφειοκρατία. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται οι απαιτήσεις αυτονομίας που ανέφερα προηγουμένως.
2) Αίρεται η συνταγματική απαγόρευση για την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων εφόσον, με σχετική πιστοποίηση, διαθέτουν τα ίδια ακαδημαϊκά και επιστημονικά στάνταρντ με τα υφιστάμενα πανεπιστήμια.
Συνεπώς προσωπική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να δοθεί χρόνος στο πολιτικό σύστημα ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή εμπιστοσύνη όλων των ενδιαφερομένων και η επόμενη Βουλή να αποφασίσει με την συναίνεση των 180 τουλάχιστον βουλευτών την σχετική αλλαγή του άρθρου 16 και την διατύπωση του εκτελεστικού νόμου για την εφαρμογή του.
Επίσης προσωπικά θεωρώ μία ακόμη αποτυχία του πολιτικού συστήματος τον τρόπο με τον οποίο άνοιξε η συζήτηση για το άρθρο 16 και συνολικά το γεγονός ότι κάθε τετραετία αλλάζει το Σύνταγμα. Μπροστά στην ανικανότητά του να επιλύσει τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα στην ελληνική κοινωνία τα μεταμορφώνει σε συνταγματικά, τα μεταφέρει στη σφαίρα των νομικών ψευδαισθήσεων.
Είμαι σε ρήξη με τον τρόπο που συνολικά το πολιτικό σύστημα διαχειρίστηκε και διαχειρίζεται το πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης και αυτό αφορά και τα κόμματα που άσκησαν εξουσία και τα δύο κόμματα της Αριστεράς που είτε λένε όχι στις αλλαγές, είτε ταυτίζονται με τις πιο συντηρητικές συντεχνιακές απόψεις.
Στα τρία τελευταία βιβλία μου αλλά και σε δέκα χρόνια ραδιοφωνικών εκπομπών έχω προσδιορίσει ως στρατηγική προτεραιότητα το ριζικό ανασχηματισμό του δημοσίου πανεπιστημίου.
Το κράτος ως βασικός χρηματοδότης διεγείρει τον ανταγωνισμό ποιότητας ανάμεσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα τα οποία αποκτούν πλήρη χρηματοοικονομική αυτονομία, πέρα της ακαδημαϊκής και διοικητικής ανεξαρτησίας. Λειτουργούν σαν να ήταν μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα σε μία sui generis «εσωτερική αγορά» δημόσιου ή ημιδημόσιου χαρακτήρα. Το κράτος συνάπτει τριετή προγραμματικά συμβόλαια με τα πανεπιστήμια στα οποία ενσωματώνονται οι στόχοι της ποιότητας και τα στάνταρντ ποιότητας. Έτσι συνδέεται η χρηματοδότηση με τα τελικά αποτελέσματα σε ποιότητα διδασκαλίας, βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας.
Τα ιδρύματα είναι ελεύθερα να αξιοποιούν με σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία την περιουσία τους, να αναζητούν χορηγούς και χρηματοδότες με σχετικά συμβόλαια, ειδικά για την έρευνα, με μοναδικό περιορισμό τη διαφύλαξη της ακαδημαϊκής και επιστημονικής τους ανεξαρτησίας.
Γι΄ αυτό το στρατηγικό στόχο θα έπρεπε να επιδιώξουμε τη μέγιστη δυνατή πολιτική και κοινωνική συναίνεση. Η παρεμβολή της συνταγματικής συζήτησης για το άρθρο 16 δίχως να έχει προηγηθεί η αφετηρία έστω αυτής της μεταρρύθμισης διασπά το μέτωπο, ενισχύει τΙς αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις και δημιουργεί, καλώς ή κακώς, την εντύπωση σε τμήμα της νεολαίας ότι το πολιτικό σύστημα ‘στρίβει δια του αρραβώνος’, εγκαταλείποντας στην τύχη τους τα δημόσια πανεπιστήμια, μειώνοντας περαιτέρω την ισότητα των ευκαιριών και δυνατοτήτων μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο χώρος του ΠΑΣΟΚ ,περίπου στο 100%, συσπειρώνεται στο δίπολο «μεταρρύθμιση – χρηματοδότηση». Στην άμεση ψήφιση του άρθρου 16 όμως χωρίζεται, όπως δείχνουν τα γκάλοπ, στη μέση.
Θα έχουμε το ηθικό και πολιτικό δικαίωμα, με την ευρύτερη συναίνεση, να αλλάξουμε το άρθρο 16 εφόσον θα έχει αποφασιστεί η μεταρρύθμιση στα δημόσια πανεπιστήμια σε δύο σημεία:
1) Αναγνωρίζονται τα υφιστάμενα πανεπιστήμια ως ειδικού νομικού τύπου ιδρύματα δημόσιου χαρακτήρα ώστε να αποδεσμευθούν πλήρως από το δημόσιο λογιστικό και την υπαγωγή τους στην κρατική γραφειοκρατία. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται οι απαιτήσεις αυτονομίας που ανέφερα προηγουμένως.
2) Αίρεται η συνταγματική απαγόρευση για την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων εφόσον, με σχετική πιστοποίηση, διαθέτουν τα ίδια ακαδημαϊκά και επιστημονικά στάνταρντ με τα υφιστάμενα πανεπιστήμια.
Συνεπώς προσωπική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να δοθεί χρόνος στο πολιτικό σύστημα ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή εμπιστοσύνη όλων των ενδιαφερομένων και η επόμενη Βουλή να αποφασίσει με την συναίνεση των 180 τουλάχιστον βουλευτών την σχετική αλλαγή του άρθρου 16 και την διατύπωση του εκτελεστικού νόμου για την εφαρμογή του.
Επίσης προσωπικά θεωρώ μία ακόμη αποτυχία του πολιτικού συστήματος τον τρόπο με τον οποίο άνοιξε η συζήτηση για το άρθρο 16 και συνολικά το γεγονός ότι κάθε τετραετία αλλάζει το Σύνταγμα. Μπροστά στην ανικανότητά του να επιλύσει τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα στην ελληνική κοινωνία τα μεταμορφώνει σε συνταγματικά, τα μεταφέρει στη σφαίρα των νομικών ψευδαισθήσεων.
Είμαι σε ρήξη με τον τρόπο που συνολικά το πολιτικό σύστημα διαχειρίστηκε και διαχειρίζεται το πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης και αυτό αφορά και τα κόμματα που άσκησαν εξουσία και τα δύο κόμματα της Αριστεράς που είτε λένε όχι στις αλλαγές, είτε ταυτίζονται με τις πιο συντηρητικές συντεχνιακές απόψεις.