Σε πρόσφατη ερώτησή σας στη Βουλή, αναφέρατε ότι «ο Υπουργός Οικονομικών είχε δημόσια διαβεβαιώσει ότι μέχρι το καλοκαίρι θα είχε ολοκληρωθεί το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης» και τον ρωτούσατε αν σκοπεύει τελικά να το φέρει. Σας απάντησε ότι μόνο σχέδιο είναι το μνημόνιο. Σας ικανοποίησε τελικά η απάντησή του;
Νευρίασε όταν του είπα ότι ο Βαρβαρέσος, ο προκάτοχός του στη χρεωκοπία πριν 80 χρόνια είχε στο χέρι Σχέδιο Αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας και έτσι ξεστόμισε αυτό που πιστεύει. Πράγματι αθέτησε μια θεμελιώδη δέσμευσή του αλλά τώρα η Κυβέρνηση συρρικνώνει την ιδέα του Εθνικού Σχεδίου σε μια κλαδική προχειροδουλειά αποκλειστικά για το ΕΣΠΑ - φύλλο συκής για να το μοιράσουν μερικά πολιτικά γραφεία και να συνεχιστεί το αιώνιο νταραβέρι ενώ στενεύει απελπιστικά η παραγωγική βάση της χώρας.
Μπορεί αυτό να συμβάλει και στη διαπραγμάτευση με την Ευρωζώνη;
Το Εθνικό Σχέδιο θα εμπεδώσει στα κοινοβούλια, τις κυβερνήσεις και την κοινή γνώμη των εταίρων ότι είναι ανέφικτη η σταθεροποίηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με το σημερινό επίπεδο ονομαστικού εξωτερικού χρέους και το δυσβάσταχτο κόστος εξυπηρέτησής του. Συνεπώς φέρνει στην ημερήσια διάταξη τη δραστική απομείωσή του, τη σταδιακή μετατροπή σημαντικού μέρους του σε εσωτερικό χρέος και την ανάγκη πρόσθετων ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πόρων, το λεγόμενο μικρό έστω Σχέδιο Μάρσαλ.
Επιμείνατε ότι αντί για σταθμισμένη εθνική διαπραγματευτική τακτική το Υπουργείο Οικονομικών πετά επικοινωνιακές ρουκέτες με διαρροές στον Τύπο για πενηντάχρονο ομόλογο.
Η Κυβέρνηση έχει αργήσει να επεξεργαστεί τον “φάκελο” της εθνικής διαπραγματευτικής τακτικής με τα πιθανά σενάρια, τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις καθώς οι εταίροι μας θα έχουν διαφοροποιημένες αντιδράσεις, διαφορετικές αντοχές - ανοχές στο χαμήλωμα του επιτοκίου δανεισμού μας. Για παράδειγμα η Γερμανία θα επικαλεστεί συνταγματικά εμπόδια σ’ ένα καθαρό κούρεμα του επίσημου χρέους μας αλλά μπορεί να ανεχτεί ένα επιτόκιο μηδενικό, ονομαστικά του 1%, αφού αυτή δανείζεται ουσιαστικά με αρνητικό επιτόκιο. Αντίθετα αν ξεφύγει η πολιτική κρίση στην Ιταλία και το επιτόκιο δανεισμού της περάσει το 4% δεν είναι εύκολο να συμφωνήσει να μας δανείσει με 1%. Οι “παίκτες” σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση είναι πολλοί , γνωστοί και άγνωστοι, προβλέψιμοι και μη, και είναι δύσκολο να προσδιορίσεις τη βέλτιστη διαπραγματευτική τακτική ακόμα και με τα μαθηματικά εργαλεία της “θεωρίας των παιγνίων”. Προσωπικά συστήνω τη μέθοδο εργασίας των τριών και μισό σεναρίων που είχα επεξεργαστεί με το Ε!Πρόεδρε! πριν τις εκλογές του 2009. Το μισό αναφέρεται σε απροσδόκητα συμβάντα μικρής πιθανότητας αλλά με δυσανάλογα μεγάλη επίδραση.
Για ποιο λόγο η πολιτική τάξη, τρία χρόνια τώρα –αν όχι νωρίτερα- δεν συγκροτεί εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση; Το ίδιο με εσάς ρωτούν σχεδόν όλοι οι πολίτες. Είναι τόσο δύσκολο ή το πολιτικό προσωπικό που διοικεί τη χώρα είναι ανεπαρκές;
Σχηματοποιώ τους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες.
Πρώτο: απουσία ηγετικής τάξης ικανής να αντισταθεί με επιτυχία - όχι αυτοκαταστροφικά- στο “πάρτο ή φύγε” των εταίρων. Δεύτερο: “Ρηχότητα των δομών”, κομμάτων, διοίκησης, πανεπιστημίων, “δεξαμενών σκέψης”, επιχειρηματικής τάξης. Τρίτο: “Το Σχέδιο είμαι Εγώ” λένε πρωθυπουργοί, υπουργοί, επιχειρηματίες. Τέταρτο: Ο εθνικός πολιτικός βολονταρισμός υφίσταται τα όρια -οπωσδήποτε ρευστά- της πολυπλοκότητας, της αλληλεξάρτησης, της ολοκλήρωσης. Και Πέμπτο θα σας απαντήσω με μια άγνωστη εξομολόγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου: Λέμε πως ο Τρικούπης ήταν σπάταλος, ο Δηληγιάννης δημαγωγός, ο Γεώργιος αδιάφορος, ο Κωνσταντίνος επιπόλαιος αλλά στο βάθος υπάρχει απουσία εμπεδωμένης ηγετικής αστικής τάξης.
Υπονοείτε ότι οικονομικά και πελατειακά συμφέροντα δεν επιθυμούν να δεσμεύονται από ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης;
Το λέω ρητά. Το Εθνικό Σχέδιο δεν θα είναι ένα ουδέτερο τεχνοκρατικό χαρτί. Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο σημαίνει μια νέα διάταξη δυνάμεων, μεταβολή των κινήτρων και της δομής συμφερόντων στην οικονομία και στην ίδια την επιχειρηματική τάξη, δηλαδή κάτι που προσκρούει στη “θρησκεία” του παλαιού στάτους κβο, την οποία εκπροσωπεί, εκούσια ή ακούσια, ο καθιερωμένος βαθύτερος πυρήνας του πολιτικού, τεχνοκρατικού και επικοινωνιακού συστήματος βρέξει, χιονίσει, λιάσει.
Ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση;
Πρέπει να αποδείξει ότι είναι σε θέση να επανασυνδέσει τα “πρώτα βαγόνια” ενός νέου προτύπου με τα “μεσαία” και τα “τελευταία” δίχως να εκτροχιάσει το “τραίνο” και να φορτωθεί τελικά η Αριστερά μια ιστορικής κλίμακας κατάρρευση. Ένα μεγάλο κύμα διαμαρτυρίας σήκωσε τον Σύριζα ψηλά αλλά τώρα πρέπει να δημιουργήσει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να “σερφάρει” και δεν θα τον πάρει από κάτω, να τον καταπιεί μαζί με τη χώρα ή να τον πετάξει στα βράχια όταν έρθει στα πράγματα και υπάρξει έκρηξη των προσδοκιών και των αντιφάσεων.
Θεωρείτε συνεπώς ότι η καθυστέρηση του Σύριζα να αναδειχθεί σε αξιόπιστη εναλλακτική λύση δίνει άνεση κινήσεων και χρόνου στην Κυβέρνηση;
Ασφαλώς! Η σημερινή κυβερνητική διάταξη οικειοποιείται εξ’ αντικειμένου την ανάγκη για πολιτική σταθερότητα, σφετερίζεται την κοινή επιθυμία όλων μας για παραμονή της χώρας στο ευρώ δίχως μοιραίους κλυδωνισμούς και εσωτερικεύει τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων προς όφελός της.
Στη συζήτηση στη Βουλή δείξατε ότι κάτι φοβάστε...
Ναι, έχει υποτιμηθεί πάλι στο δημόσιο διάλογο ο κίνδυνος στο τέλος της διαδρομής - με εξαντλημένο πια παραγωγικό δυναμικό - να ανταμώσουμε την αφετηρία, δηλαδή το ολέθριο δίλημμα: ακόμα μια υφεσιακή δανειακή σύμβαση ή επίσημη χρεωκοπία; Ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι στην Κυβέρνηση το 2014-2016.
Με την Ελιά τι βλέπετε να γίνεται; Γιατί γράψατε Ελιά κι ελιά»;
Άλλο Ελιά -το “δένδρο” με γερό κορμό, βαθιές ρίζες και κλάδους- και άλλο οι βρώσιμες ελιές. Στην ιταλική Ελιά υπήρχε ο ιστορικός κορμός του μεταμορφωμένου ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος με το τεράστιο ηθικοπολιτικό κύρος και τις βαθιές κοινωνικές ρίζες. Δηλαδή χρειάζεται κοινωνική αντιστοίχιση διαφορετικά η λεγόμενη κεντροαριστερά θα είναι μια ρόδα που γυρίζει στον αέρα. Ύστερα υπάρχουν κρίσιμα αναπάντητα ερωτήματα στρατηγικής. Ορισμένοι λένε Ελιά και στην ουσία προτείνουν την αλήστου μνήμης τακτική του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Κράξι. Δηλαδή την προνομιακή - αποκλειστική στην ουσία- συνεργασία με την κεντροδεξιά ή ακόμα και την εκλογική συσσωμάτωση σ’ αυτήν σε πολωτικές συνθήκες υπό μια “ευρωπαϊκή ομπρέλα”. Μοχλοί γι’ αυτή τη σταδιακή μετατόπιση είναι ο δίχως όρια κυβερνητισμός και η τυφλή σύγκρουση με τον Σύριζα.
Ναι, αλλά κινούνται και οι φίλοι του σημιτικού εκσυγχρονισμού
Εύλογο σε ένα βαθμό αλλά αν παρατραβήξουμε αυτή τη λογική είναι σαν το 1909 - ‘10 αντί για τη ριζοσπαστική βενιζελική τομή να μάζευαν υπογραφές οι νοσταλγοί του Τρικούπη για τη συνέχιση του αμφιλεγόμενου εκσυγχρονιστικού εγχειρήματός του.
Το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να συνεργαστεί με τον Σύριζα όπως συνεργάζεται τώρα με τη Ν.Δ, στην ίδια κυβέρνηση;
Το “όπως” σβήστο. Η σημερινή “συνεργασία” δεν έχει ούτε για τα μάτια του κόσμου προγραμματική συμφωνία. Αλλά είναι αδύνατο να σχεδιάσουμε το μέλλον της χώρας δίχως τη συγκρότηση ενός νέου ιστορικού κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ, το οποίο προϋποθέτει το διάλογο και την προγραμματική σύγκλιση της πιο “ριζοσπαστικής” πτέρυγας της Αριστεράς με τη μετριοπαθή όπως είναι η σοσιαλδημοκρατία ή γενικότερα η κεντροαριστερά. Χρειάζονται υπερβάσεις. Ο Σύριζα πρέπει να υπερβεί την ευκολία να λέει στον καθένα ό,τι θέλει να ακούσει και συνεπώς να αφομοιώσει την κουλτούρα των συγκεκριμένων εναλλακτικών λύσεων. Αντίθετα η κεντροαριστερά πρέπει να απαλλαγεί από το σύνδρομο της αυτόματης ευθυγράμμισης με τους εταίρους και από τον πελατειακό κυβερνητισμό πολιτικών και “τεχνοκρατών” παντός καιρού.
Νέα κόμματα βλέπετε;
Οι “μεγαλοφυΐες” που συντονίζουν την επικοινωνιακή υστερία για τη Χρυσή Αυγή, πέρα από τις ανάγκες ενός αυθεντικού αντιφασιστικού μετώπου, ακούσια προετοιμάζουν το έδαφος για μια ενδεχόμενη συντεταγμένη αυτοδιάλυσή της και τη μεταμφίεσή της σ’ ένα πιο κοινοβουλευτικά αποδεκτό εθνικιστικό ακροδεξιό σχήμα. Στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν ελκύει, η ΔΗΜΑΡ είναι έντονα μεταβατικό μόρφωμα, οι παραγοντικές κινήσεις δεν έχουν κοινωνικό αντίκρισμα και συνεπώς υπάρχουν αντικειμενικά οι δυνατότητες για μια ριζική ανασύνθεση του χώρου, μια νέα ιδρυτική πράξη. Η πραγμάτωση όμως αυτών των δυνατοτήτων φαίνεται αυτή τη στιγμή -για μια σειρά υποκειμενικούς λόγους- εξαιρετικά δύσκολη.